Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗ ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ (6 IOYNIOY 1944) ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ OPERATION OVERLORD
Ωστόσο, η επιθυμία του Στάλιν άργησε πολύ να γίνει πραγματικότητα. Oι δυτικοί σύμμαχοι ήταν αφενός απρόθυμοι, αφετέρου δεν είχαν πρακτικά τη δυνατότητα για μία τόσο μεγάλη κίνηση τόσο νωρίς, παρά τη φαινομενική προθυμία των Αμερικανών. Oι Βρετανοί διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους για το κατά πόσο ήταν εφικτή μία απόβαση στη Γαλλία πριν το 1944 και τελικά πέτυχαν να πείσουν τους Αμερικανούς να συμφωνήσουν με μία απόβαση στη Βόρεια Αφρική το 1943.
Oι αποβάσεις στη Σικελία και στην Ιταλική ηπειρωτική χώρα που ακολούθησαν, καθυστέρησαν τις προετοιμασίες για τη εισβολή στη Γαλλία. Της εισβολής στην Ιταλία προηγήθηκαν σχέδια και σκέψεις για εισβολή στα Βαλκάνια, μέσω Ελλάδας, ώστε να ανοιχθεί εκεί το "Δεύτερο Μέτωπο". Στη διάσκεψη των Συμμάχων στην Τεχεράνη, οριστική ημερομηνία για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου συμφωνήθηκε ότι θα είναι ο Μάιος του 1944. O Στάλιν από την πλευρά του συμφώνησε να εξαπολύσει μία ταυτόχρονη επίθεση στο ανατολικό μέτωπο και να κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία μόλις νικηθεί η Γερμανία.
Η Απόβαση της Νορμανδίας με κωδική ονομασία Operation Overlord ήταν η Συμμαχική απόβαση στα παράλια της Γαλλίας, που έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1944, μέρα γνωστή και ως D-Day. Αντικειμενικός σκοπός της απόβασης ήταν να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα από την Καν έως το Σερμπούρ, μέσω του οποίου οι Σύμμαχοι θα περνούσαν στρατεύματα από τη Μεγάλη Βρετανία στην ηπειρωτική
Ευρώπη.
Η Μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944, όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν το Σηκουάνα. Επικεφαλής του όλου εγχειρήματος ορίσθηκε ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Η αρχική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις: κατά τα μεσάνυχτα 5ης προς 6η δυο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια Βρετανική έπεσαν στα μετόπισθεν, και την αυγή ακολούθησε αμφίβια απόβαση Συμμαχικών δυνάμεων που ξεκίνησε κατά τις 6:30.
Η διεξαγωγή της απόβασης απαίτησε τη μεταφορά στρατευμάτων και υλικού από την Αγγλία και την Ουαλία με μεταγωγικά αεροπλάνα και πλοία, καθώς και υποστήριξη πυρών από αέρα και θάλασσα. Έγιναν επίσης ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού και παρενόχλησης προκειμένου να μην επέμβει το Γερμανικό Ναυτικό στις περιοχές που θα γινόταν η απόβαση, ενώ η θάλασσα της Μάγχης αποναρκοθετήθηκε από τις γερμανικές νάρκες και ποντίσθηκαν νέες.
Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος πάνω από τρια εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των Συμμαχικών σκαφών. Η απόβαση έλαβε χώρα στη χερσόνησο Κοταντέν, την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, σε πέντε παραλίες με τα κωδικά ονόματα Gold Beach, Juno Beach, Omaha Beach, Sword Beach και Utah Beach. Θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων.
Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόννοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία, από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν. Τρίτη, 6 Ιουνίου 1944, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το BBC διακόπτει το πρόγραμμά του και μεταδίδει τους στίχους από ένα ποίημα του Βερλέν: «Οι βαθιοί αναστεναγμοί των βιολιών του φθινοπώρου λαβώνουν την καρδιά μου με μια μονότονη μελαγχολία».
Την ίδια ώρα Βρετανοί και Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώνονται ανάμεσα στους ποταμούς Ορν και Ντιβ και στη χερσόνησο Καταντέν της Γαλλίας. Αεροπλάνα της RAF βομβαρδίζουν τις συστοιχίες πυροβολικού που βρίσκονται πλησίον των ακτών. Λίγες ώρες περνάνε και οι Γερμανοί στρατιώτες δύσπιστα αντικρίζουν μια αρμάδα από συμμαχικά πλοία να ξεπροβάλλει μέσα από την πρωινή πάχνη. Στις 6.30 το πρωί κύματα από συμμαχικούς στρατιώτες αρχίζουν να καταφθάνουν στις ακτές της Νορμανδίας. H «μεγαλύτερη ημέρα του πολέμου» έχει αρχίσει.
Την εποχή που έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας οι Σύμμαχοι είχαν ήδη σημειώσει αρκετές σημαντικές νίκες. Μια επέμβαση όμως «στην καρδιά της Γερμανίας», σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, κρινόταν αναγκαία. Ετσι αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί απόβαση στη Δυτική Ευρώπη την 1η Μαΐου του 1944, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Επικυρίαρχος». Το πιο σημαντικό μέλημα ήταν η επιλογή της τοποθεσίας της απόβασης.
Ως καλύτερος στόχος φαινόταν το Καλέ, λόγω της μικρής του απόστασης από τις Βρετανικές ακτές. Και οι Γερμανοί όμως είχαν την ίδια γνώμη, οπότε τα επίλεκτα στρατεύματα της 15ης Στρατιάς φύλαγαν την περιοχή. Το Καλέ απορρίφθηκε, ακριβώς επειδή ήταν πασιφανώς η καλύτερη επιλογή. Υστερα από πρόταση του υποστράτηγου Φρεδερίκος Μόργκαν επελέγη η Νορμανδία ως τοποθεσία της απόβασης, επιλογή η οποία ήταν όχι μόνο «Ακρως Απόρρητη», αλλά δημιουργήθηκε επί τούτου ανώτερη διαβάθμιση, επονομαζόμενη BIGOT.
Η Μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944, όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν το Σηκουάνα. Επικεφαλής του όλου εγχειρήματος ορίσθηκε ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Η αρχική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις: κατά τα μεσάνυχτα 5ης προς 6η δυο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια Βρετανική έπεσαν στα μετόπισθεν, και την αυγή ακολούθησε αμφίβια απόβαση Συμμαχικών δυνάμεων που ξεκίνησε κατά τις 6:30.
Η διεξαγωγή της απόβασης απαίτησε τη μεταφορά στρατευμάτων και υλικού από την Αγγλία και την Ουαλία με μεταγωγικά αεροπλάνα και πλοία, καθώς και υποστήριξη πυρών από αέρα και θάλασσα. Έγιναν επίσης ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού και παρενόχλησης προκειμένου να μην επέμβει το Γερμανικό Ναυτικό στις περιοχές που θα γινόταν η απόβαση, ενώ η θάλασσα της Μάγχης αποναρκοθετήθηκε από τις γερμανικές νάρκες και ποντίσθηκαν νέες.
Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος πάνω από τρια εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των Συμμαχικών σκαφών. Η απόβαση έλαβε χώρα στη χερσόνησο Κοταντέν, την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, σε πέντε παραλίες με τα κωδικά ονόματα Gold Beach, Juno Beach, Omaha Beach, Sword Beach και Utah Beach. Θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων.
Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόννοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία, από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν. Τρίτη, 6 Ιουνίου 1944, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το BBC διακόπτει το πρόγραμμά του και μεταδίδει τους στίχους από ένα ποίημα του Βερλέν: «Οι βαθιοί αναστεναγμοί των βιολιών του φθινοπώρου λαβώνουν την καρδιά μου με μια μονότονη μελαγχολία».
Την ίδια ώρα Βρετανοί και Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώνονται ανάμεσα στους ποταμούς Ορν και Ντιβ και στη χερσόνησο Καταντέν της Γαλλίας. Αεροπλάνα της RAF βομβαρδίζουν τις συστοιχίες πυροβολικού που βρίσκονται πλησίον των ακτών. Λίγες ώρες περνάνε και οι Γερμανοί στρατιώτες δύσπιστα αντικρίζουν μια αρμάδα από συμμαχικά πλοία να ξεπροβάλλει μέσα από την πρωινή πάχνη. Στις 6.30 το πρωί κύματα από συμμαχικούς στρατιώτες αρχίζουν να καταφθάνουν στις ακτές της Νορμανδίας. H «μεγαλύτερη ημέρα του πολέμου» έχει αρχίσει.
Την εποχή που έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας οι Σύμμαχοι είχαν ήδη σημειώσει αρκετές σημαντικές νίκες. Μια επέμβαση όμως «στην καρδιά της Γερμανίας», σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ, κρινόταν αναγκαία. Ετσι αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί απόβαση στη Δυτική Ευρώπη την 1η Μαΐου του 1944, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Επικυρίαρχος». Το πιο σημαντικό μέλημα ήταν η επιλογή της τοποθεσίας της απόβασης.
Ως καλύτερος στόχος φαινόταν το Καλέ, λόγω της μικρής του απόστασης από τις Βρετανικές ακτές. Και οι Γερμανοί όμως είχαν την ίδια γνώμη, οπότε τα επίλεκτα στρατεύματα της 15ης Στρατιάς φύλαγαν την περιοχή. Το Καλέ απορρίφθηκε, ακριβώς επειδή ήταν πασιφανώς η καλύτερη επιλογή. Υστερα από πρόταση του υποστράτηγου Φρεδερίκος Μόργκαν επελέγη η Νορμανδία ως τοποθεσία της απόβασης, επιλογή η οποία ήταν όχι μόνο «Ακρως Απόρρητη», αλλά δημιουργήθηκε επί τούτου ανώτερη διαβάθμιση, επονομαζόμενη BIGOT.
Τη νύχτα, πριν από το ξημέρωμα της 6ης Ιουνίου, ενώ οι αλεξιπτωτιστές μάχονταν στους σκοτεινούς αγρούς της Νορμανδίας, ο μεγαλύτερος στόλος, η μεγαλύτερη αρμάδα που είχε γνωρίσει ποτέ η Ιστορία, 5.000, περίπου, πλοία (4.126 μεταφορικά με τη συνοδεία 800, περίπου, πολεμικών μεταξύ των οποίων και 2 Ελληνικά, οι κορβέτες «Τομπάζης» και «Κριεζής») που μετέφεραν 176.000 στρατεύματα με το υλικό τους, κατευθύνονταν προς τις πέντε ακτές αποβάσεως, Γιούτα, Ομάχα, Γκόλντ, Τζούνο, Σουόρντ.
Τα πλοία υποστήριζαν 7.000 αεροσκάφη, ενώ άλλα 2.500 βαρέα βομβαρδιστικά το προηγούμενο διάστημα είχαν εκτελέσει στρατηγικούς βομβαρδισμούς ρίχνοντας 10.000 τόνους βομβών, για να παραλύσουν τα βιομηχανικά κέντρα, συστήματα επικοινωνιών και εγκαίρου προειδοποιήσεως των Γερμανών, γέφυρες, εργοστάσια κ.α. Αρχίζοντας στις 06.30, μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς τους μαχητές, βγήκαν στην ακτή με το πρώτο κύμα αποβάσεως.
''Πίστεψέ με, Λαγκ, οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες της εισβολής θα είναι αποφασιστικές... Η μοίρα της Γερμανίας εξαρτάται από το αποτέλεσμα…. για τους συμμάχους, όπως και για τη Γερμανία, θα είναι η πιο Μεγάλη Μέρα'' έγραφε ο στρατάρχης Ερβιν Ρόμμελ στον υπασπιστή του στις 22 Απριλίου 1944.
Διοικούσε, σχεδόν, 3.500.000 στρατιώτες των Συμμάχων, από τους οποίους κοντά στο 1.500.000 ήσαν Αμερικανοί, στρατιώτες, ναύτες, αεροπόροι και πεζοναύτες. Οι Βρετανοί και Καναδοί έφθαναν, σχεδόν, το 1.750.000. Εκτός απ' αυτούς υπήρχαν μαχητές Γάλλοι, Πολωνοί, Τσέχοι, Βέλγοι, Νορβηγοί και Ολλανδοί. Τόσοι πολλοί άνθρωποι με το υλικό τους, 20 εκατομμύρια τόνοι, βάραιναν πολύ το Αγγλικό έδαφος, ώστε να λέγεται σκωπτικά: «Αν η Αγγλία δεν βουλιάζει το οφείλει στις χιλιάδες των αεροστάτων και των αντιαεροπορικών φραγμάτων που την κρατούν στην επιφάνεια».
Ποτέ, μέχρι τότε, Αμερικανός δεν είχε διοικήσει τόσους πολλούς άνδρες από τόσες πολλές χώρες και δεν είχε επωμιστεί ένα τόσο φοβερό φορτίο ευθύνης. Ο Ανώτατος Αρχηγός, άνθρωπος αποφασιστικός, σύννους με μεταδοτικό χαμόγελο, απέφευγε τις επιδείξεις και τις φανφάρες. Δεν είχε τίποτα το εκκεντρικό ή φανταχτερό πάνω του, αντίθετα από πολλούς άλλους φημισμένους διοικητές, εκτός από τα τέσσερα άστρα του βαθμού του, μια μοναδική ταινία παρασήμων και τη φλεγόμενη σπάθη, διακριτικό του Ανώτατου Αρχηγού της Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης.
Τους ώμους του βάραινε η τεράστια ευθύνη που είχε να οδηγήσει τόσες ανθρώπινες ψυχές στη μάχη. Η διαμονή του σ’ ένα τροχόσπιτο στο Σάουθγουϊκ Χάουζ της Νότιας Αγγλίας ήταν απλούστατη, όπως ταιριάζει σε μια εκστρατεία. Τις συσκέψεις με τους επιτελείς του τις έκανε, συνήθως, στη σκηνή που βρισκόταν δίπλα στο τροχόσπιτο. Το έργο που είχε αναλάβει από τους Αρχηγούς των Διασυμμαχικών Επιτελείων συνοψιζόταν σε μία παράγραφο:
«Θα εισέλθετε εις την ήπειρον Ευρώπην και από κοινού με τα άλλα Ηνωμένα Εθνη θα αναλάβετε επιχειρήσεις, αι οποίαι θα έχουν αντικειμενικόν σκοπόν το κέντρον της Γερμανίας και την καταστροφήν των Ενόπλων της Δυνάμεων….»
ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Από της 17 Μαΐου είχε αποφασίσει πως η Ημέρα-D έπρεπε να είναι μία από τις 5, 6 ή 7 Ιουνίου που είχαν δύο από τις βασικές προϋποθέσεις για μία απόβαση: ανατολή φεγγαριού σε προχωρημένη ώρα και λίγο μετά την αυγή χαμηλή παλίρροια. Τελικά επιλέχθηκε η απόβαση να γίνει στις 5 Ιουνίου. Στις 21.30 της Κυριακής 4 Ιουνίου, οι Ανώτεροι Διοικητές του Αϊζενχάουερ και οι επιτελάρχες τους έκαναν σύσκεψη στη βιβλιοθήκη του Σάουθγουϊκ Χάουζ για να λάβουν την τελική απόφαση για την απόβαση.
Την προηγουμένη οι μετεωρολογικές συνθήκες και προβλέψεις ανάγκασαν τον Αϊζενχάουερ να αποφασίσει μία αναβολή 24 ωρών, παρά την αντίθετη γνώμη του Μοντγκόμερι. Ο επικεφαλής μετεωρολόγος της R.A.F., επισμηναγός Στάνγκ, άρχισε την ενημέρωση. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή και τα μάτια όλων ήσαν καρφωμένα επάνω του: «Κύριοι…. υπήρξαν ορισμένες ξαφνικές και αναπάντεχες εξελίξεις στην κατάσταση», άρχισε να λέει. Είχε επισημανθεί ένα νέο μέτωπο καιρού να κινείται από τις Αζόρες που μέσα στις επόμενες ώρες θα προκαλούσε βαθμιαία, αίθριο καιρό στις περιοχές της επίθεσης.
Η βελτίωση αυτή θα διαρκούσε ολόκληρη την επόμενη μέρα και μέχρι το πρωϊ της 6ης Ιουνίου. Μετά ο καιρός θα άρχιζε και πάλι να χαλάει. Μόλις τελείωσε την ενημέρωση ο Στάνγκ βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις για σίγουρη πρόβλεψη. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να υποσχεθεί περισσότερα: «Αν απαντούσα στα ερωτήματά σας δεν θα ήμουν μετεωρολόγος. Θα ήμουν Θεός». Η επιστήμη έφθανε μέχρι εδώ. Η απόφαση για την απόβαση ήταν πλέον θέμα των στρατηγών.
Ο Αϊζενχάουερ αφού άκουσε τη γνώμη των διοικητών του αισθάνθηκε τους ώμους του ακόμα βαρύτερους. Από την απόφασή του εκατομμύρια άνθρωποι θα οδηγούνταν στη δόξα ή την καταστροφή. Με σταυρωμένα χέρια, κοιτώντας κάτω στο τραπέζι, έδειχνε απόκοσμος και μοναχικός. Τα λεπτά περνούσαν με απόλυτη σιγή. Γυρίζοντας το βλέμμα προς τους διοικητές του, λέει: «Δίνω τη διαταγή της απόβασης με μισή καρδιά. Αλλά πρέπει ….» Ο κύβος ερίφθη! Ο Αϊζενχάουερ και οι διοικητές του βγήκαν βιαστικά από τη βιβλιοθήκη.
Έπρεπε να δώσουν τις εντολές για τη μεγαλύτερη απόβαση της Ιστορίας, που θα έβαζε τέλος στη παραφροσύνη του Χίτλερ να κυριαρχήσει στο κόσμο. Από την άλλη πλευρά ο πενηνταενάχρονος στρατάρχης Έρβιν Ρόμμελ, γνωστός με το όνομα «Αλεπού της Ερήμου», διοικητής τώρα της Ομάδας Στρατιών Β', της πιο ισχυρής δύναμης των Γερμανών στη Δύση που το αρχηγείο του ήταν στον πύργο του Λα Ρος-Γκυγιόν, είχε την τεράστια ευθύνη της απόκρουσης της συμμαχικής επίθεσης στην Ευρώπη, την ώρα που θ’ άρχιζε.
Από την πρώτη μέρα που έφθασε στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1943, τα προβλήματα τού που και πως θα αντιμετώπιζε τη συμμαχική επίθεση τού είχαν επιβάλει ένα σχεδόν, ασήκωτο βάρος. Το πολυδιαφημισμένο αδιαπέραστο «Τείχος του Ατλαντικού» δεν ήταν έτσι όπως το παρουσίαζε η Γερμανική προπαγάνδα. Κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για να βελτιώσει και να οργανώσει τις οχυρώσεις στις πιθανές ακτές απόβασης. Βρισκόταν σε μία συνεχή υπερένταση. Ετοιμαζόταν να δώσει την πιο απελπισμένη μάχη της ζωής του.
Είχε υπό τις διαταγές του, περισσότερους από μισό εκατομμύριο άνδρες που επάνδρωναν την αμυντική γραμμή κατά μήκος της ακτής, 1280 χλμ. Η κύρια δύναμή του, η 15η Στρατιά ήταν συγκεντρωμένη στο στενότερο σημείο της Μάγχης, ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία. Στις 19 Μαϊου έγραφε στη γυναίκα του Λουκία-Μαρία, που της εμπιστευόταν τα πάντα. «Ελπίζω πως θα μπορέσω να προχωρήσω στα σχέδιά μου ταχύτερα από πριν… Αναρωτιέμαι εάν θα μπορέσω να εξοικονομήσω μερικές ημέρες τον Ιούνιο να λείψω από εδώ. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία πιθανότητα».
Η εκτίμηση του Ρόμμελ την οποίαν έστειλε στον προϊστάμενό του στρατάρχη φον Ρούνστεντ, στο αρχηγείο του, το γνωστό ΟΒ West (Oberbefehlshaber West), που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα όλης της Δυτικής Ευρώπης, έγραφε πως οι Σύμμαχοι είχαν φθάσει σε «υψηλό βαθμό ετοιμότητας» αλλά πως «σύμφωνα με την υπάρχουσα πείρα αυτό δεν δείχνει πως η απόβαση ήταν άμεση …..»
Αυτή τη φορά η εκτίμηση του Ρόμμελ αποδείχθηκε λανθασμένη. Ώρα 7 το πρωϊ της Κυριακής 4 Ιουνίου ο Ρόμμελ ξεκινούσε με το αυτοκίνητό του από το Λα Ρος-Γκυγιόν για τη Γερμανία. Τον συνόδευαν ο υπασπιστής του Λαγκ και ο συνταγματάρχης φον Τέμπελχολφ. Ένας ειδικός και πολύ ανθρώπινος λόγος τον έκανε να είναι κοντά στη σύζυγό του την Τρίτη 6 Ιουνίου. Γιόρταζε τα γενέθλιά της.
Εκείνη την ανταριασμένη Κυριακάτικη νύχτα της 4ης Ιουνίου οι δυνάμεις της απόβασης συνέχιζαν να περιμένουν σ’ ολόκληρη την Αγγλία τη διαταγή να ξεκινήσουν. Φορτωμένοι οι άνδρες στα πλοία περίμεναν μέσα στη μοναξιά, την ανησυχία, το φόβο. Είχαν περάσει 18 ώρες από τότε που είχε δοθεί η διαταγή να περιμένουν. Σκέφτονταν τις οικογένειές τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις αγαπημένες τους. Κι όλοι μιλούσαν για τις μάχες που τους περίμεναν. Κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει με το μυαλό του πως θα έμοιαζε η Ημέρα - D. Ο καθένας ετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει με το δικό του τρόπο.
Αυτοί όμως που υπέφεραν περισσότερο ήσαν οι στρατιώτες των νηοπομπών που, αφού όλη την ημέρα ταλαιπωρούνταν με την τρικυμία της Μάγχης, μουσκεμένοι και αποκαμωμένοι γύρισαν πίσω, λόγω της αναβολής. Στις 11 το βράδυ όλα τα πλοία είχαν επαναπλεύσει. Τα μεσάνυχτα τα σκάφη της ακτοφυλακής και τα αντιτορπιλικά άρχισαν να συγκεντρώνουν και πάλι τις νηοπομπές, μια τεράστια δουλεία. Αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε αναβολή.
Ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Ιουνίου. Η ομίχλη, σαν σάβανο, σκέπαζε τις ακτές της Νορμανδίας, εκείνο το πρωϊνό. Η βροχή έπεφτε συνεχώς. Πέρα από τις ακτές απλώνονταν ακανόνιστα χωράφια, γεμάτα φράχτες. Πάνω τους είχαν γίνει αμέτρητες μάχες και θα γίνονταν ακόμα πιο πολλές. Από την εποχή των Ρωμαίων είχαν γνωρίσει πολλούς εισβολείς. Τα χωράφια κλεισμένα από ψηλά αναχώματα είχαν πάνω τους θάμνους και δεντράκια που είχαν χρησιμοποιηθεί σαν φυσικές οχυρώσεις. Οι κάτοικοι των μικρών χωριών, άγνωστων στον περισσότερο κόσμο, ζούσαν τέσσερα χρόνια υπό την κατοχή των Γερμανών.
Στη Βιερβίλ, ένα απ' αυτά τα χωριά, οι Γερμανοί πυροβολητές μέσα στα πυροβολεία τους και τα καμουφλαρισμένα οχυρά στην άκρη της ακτής, είχαν αρχίσει την καθημερινή τους εργασία. Ήταν η ακτή που σε λίγο θα γινόταν γνωστή σαν ακτή Ομάχα. Ο μεγάλος στρατός, άνδρες και γυναίκες, της αντίστασης, τέσσερα χρόνια τώρα, έκανε ένα σιωπηλό πόλεμο που συχνά, μπορεί να μην ήταν θεαματικός, ήταν όμως πάντα επικίνδυνος. Χιλιάδες είχαν εκτελεστεί και ακόμα περισσότεροι βρίσκονταν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τις προηγούμενες ημέρες είχαν πάρει από το ΒΒC πολλά κωδικοποιημένα μηνύματα που προειδοποιούσαν ότι η εισβολή επίκειται.
Ένα απ’ αυτά ήταν ο πρώτος στίχος από το ποίημα του Βερλαίν «Chansons d' Automne» που μεταδόθηκε την 1η Ιουνίου. Με ανυπομονησία περίμεναν το δεύτερο στίχο, όπως και άλλα μηνύματα που θα έδιναν εντολές για τα προσυμφωνημένα σαμποτάζ. Το «Κάνει ζέστη στο Σουέζ» για σαμποτάζ στο σιδηροδρομικό δίκτυο και το υλικό και το άλλο «Τα ζάρια είναι πάνω στο τραπέζι» για κόψιμο των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών καλωδίων. Ακόμα και τότε οι αρχηγοί της αντίστασης δεν θα γνώριζαν την ακριβή περιοχή της εισβολής.
Ο Γκυγιώμ Μερκαντέ, αρχηγός του τομέα που περιλάμβανε την περιοχή της ακτής Ομάχα το βράδυ της Δευτέρας 5 Ιουνίου, βρισκόταν στο υπόγειο του ποδηλατάδικού του στο Μπαγιέ, όταν άκουσε το «Κάνει ζέστη στο Σουέζ». Του κόπηκε η ανάσα. Μετά μια μικρή παύση του εκφωνητή ακούστηκε «Τα ζάρια είναι πάνω στο τραπέζι». Ηταν μια στιγμή που ποτέ δεν θα ξεχνούσε, όπως έλεγε αργότερα. Ακολούθησαν και άλλα μηνύματα που αφορούσαν άλλες ομάδες αντίστασης, που η κάθε μία ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έκλεισε το ραδιόφωνο και έφυγε, αμέσως, για να εκτελέσει με την ομάδα του το σαμποτάζ.
Η Δευτέρα 5 Ιουνίου ήταν για τους Γερμανούς μία μέρα ήσυχη, χωρίς απρόοπτα. Ο καιρός ήταν άσχημος με συνεχή βροχή. Στο Παρίσι, στο Αρχηγείο της Λουφτβάφφε ο επικεφαλής της μετεωρολογικής υπηρεσίας, συνταγματάρχης Βάλτερ Σταίμπε, τους είπε ότι η μέρα προσφερόταν για ξεκούραση. Ήταν αμφίβολο εάν η συμμαχική αεροπορία μπορούσε να κάνει, εκείνη την ημέρα, τις συνηθισμένες της επιχειρήσεις.
Την ίδια πρόβλεψη διαβίβασε και στην OB West, το στρατηγείο του στρατάρχη φον Ρούντστεντ, ο οποίος σχεδίαζε να επιθεωρήσει την επομένη, μαζί με το γιό του, ένα νεαρό υπολοχαγό, τα αμυντικά έργα στις ακτές της Νορμανδίας. Ο στρατάρχης έδινε μεγάλη σημασία στις αναφορές σχετικά με τον καιρό. Με την τελευταία αναφορά έβλεπε ότι ο άσχημος καιρός βοηθούσε να λείψει από το στρατηγείο του.
Αργότερα την ίδια μέρα, λίγο μετά τη 13:00 το μεσημέρι, δηλαδή λιγότερο από 12 ώρες ως την Ημέρα-D, διαβιβάστηκε από την ΟΒ West στο Αρχηγείο του Χίτλερ, την OKW (OberKommando der Wehrmacht) η αναφορά «Εκτίμηση των εχθρικών προθέσεων», που έλεγε: «Η συστηματική και ευκρινής αύξησις των αεροπορικών επιθέσεων δεικνύει ότι ο εχθρός έχει επιτύχει μέγα βαθμόν ετοιμότητος». Ακολουθεί εκτίμηση για το πιθανό μέτωπο εισβολής που ήταν σε περιοχή κάπου σ' ένα σύνολο 1280 χλμ., και συνεχίζει: «Δεν υφίσταται ενδεχόμενο επικείμενης εισβολής….»
Η εκτίμηση αποδείχθηκε τελείως λανθασμένη. Σε όλα τα κλιμάκια της Γερμανικής διοίκησης η κακοκαιρία είχε λειτουργήσει σαν υπνωτικό. Όλοι είχαν βασίσει τις εκτιμήσεις τους στην προηγούμενη εμπειρία από τις αποβάσεις των Συμμάχων στη Βόρειο Αφρική, Σικελία, Ιταλία, όπου οι Σύμμαχοι δεν είχαν επιχειρήσει απόβαση, αν οι πιθανότητες ευνοϊκών καιρικών συνθηκών δεν ήσαν, σχεδόν, απόλυτες.
Στο Αρχηγείο του Ρόμμελ, στο Λα Ρος-Γκυγιόν, η δουλειά συνεχιζόταν σαν ο στρατάρχης να ήταν παρών. Ο επιτελάρχης του υποστράτηγος Σπάϊντελ βρήκε ευκαιρία, βοηθούντος και του καιρού, το βράδυ της Δευτέρας 5 Ιουνίου να οργανώσει ένα δείπνο με αρκετούς καλεσμένους. Στο Σαίν-Λο, στο Αρχηγείο του 84ου Συντάγματος ο ταγματάρχης Φρήντριχ Χάϊν, αξιωματικός πληροφοριών, νωρίς το ίδιο βράδυ, σχεδίασε μία μικρή συγκέντρωση, γιατί ο διοικητής τους ο στρατηγός Έριχ Μάρκς, την επομένη είχε τα γενέθλιά του.
Πρωϊ-πρωϊ την Τρίτη 6 Ιουνίου, όλοι οι Ανώτεροι Διοικητές στην περιοχή της Νορμανδίας θα συμμετείχαν σε μεγάλη αντιαποβατική άσκηση επί χάρτου στη Ρεν. Έτσι, όλοι σχεδόν οι ανώτατοι αξιωματικοί, αρχίζοντας από τον Ρόμμελ και κάτω, είχαν φύγει από το μέτωπο ακριβώς την παραμονή της απόβασης. Είχαν όλοι τους κάποιο λόγο. Λες και μια παράξενη μοίρα είχε φροντίσει να λείπουν από τις θέσεις τους την κρίσιμη ώρα.
Το κακό επιτάθηκε όταν η Γερμανική Ανωτάτη Διοίκηση αποφάσισε να μετακινήσει τα τελευταία σμήνη αεροσκαφών μάχης της Λουτβάφφε που βρίσκονταν στη Γαλλία, ακόμα πιο βαθειά στο εσωτερικό, έτσι που δεν μπορούσαν να φθάσουν μέχρι τη Νορμανδία. Ο λόγος ήταν ότι τα χρειάζονταν για την άμυνα του Ράϊχ.
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ
Στις αρχές του 1944 οι νότιες ακτές της Βρετανίας ήταν κυριολεκτικά ένα τεράστιο στρατόπεδο, με 3,5 εκατομμύρια στρατιώτες να προετοιμάζουν τη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της Ιστορίας. Βομβαρδιστικά αεροσκάφη και η Γαλλική Αντίσταση κατέστρεφαν τα Γερμανικά ραντάρ, ώστε να μην μπορούν να καταγράφουν τις κινήσεις πλοίων και αεροπλάνων στο Στενό της Μάγχης, καθώς και κομβικά σημεία του οδικού δικτύου, για να εμποδίσουν τη μεταφορά ενισχύσεων στα μέτωπα. Αυτές οι επιθέσεις εξελίσσονταν σε όλο το μήκος των Γαλλικών ακτών, για να μην προδοθεί το ακριβές σημείο της Απόβασης.
Ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης ημέρας επίθεσης έγινε λαμβάνοντας υπόψη τους καιρικούς παράγοντες. H επιχείρηση των αλεξιπτωτιστών μπορούσε να γίνει μόνο όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Ακόμη η επίθεση θα έπρεπε να λάβει χώρα όταν η παλίρροια θα ήταν στη μέση της, λόγω των παγίδων που είχαν στήσει οι Γερμανοί. Αυτός ο συνδυασμός των καιρικών συνθηκών συνέπιπτε την 5η Ιουνίου, που ορίστηκε ως «D-Day», δηλαδή ημέρα έναρξης των επιχειρήσεων.
Την 1η Ιουνίου το BBC μετέδωσε το πρώτο μισό από τον στίχο του Βερλέν, ως μήνυμα προς τη Γαλλική Αντίσταση ότι η Απόβαση θα ξεκινούσε σε λίγες ημέρες. Αυτό όμως το είχαν πληροφορηθεί και οι Γερμανοί. Και ενώ ο μισός στίχος επαναλαμβανόταν κάθε ημέρα, ο καιρός γινόταν ολοένα χειρότερος. Στις 5 Ιουνίου η θάλασσα λυσσομανούσε, οπότε κάθε ιδέα για απόβαση φαινόταν εξωπραγματική. Πράγματι, η απόβαση αναβλήθηκε για την επόμενη ημέρα.
Ο καιρός όμως καλυτέρεψε ελάχιστα και οι γερμανοί αξιωματικοί εφησύχασαν· δεν ήταν δυνατό να γίνει απόβαση με κακοκαιρία. Αρκετοί έφυγαν για τη Βρετάνη, όπου εκτυλισσόταν - τι ειρωνεία! - άσκηση εξομοίωσης συμμαχικής απόβασης, ενώ ο Ρόμελ βρισκόταν στη Γερμανία, όπου γιόρταζε τα γενέθλια της γυναίκας του. Ο Αδόλφος Χίτλερ κοιμόταν στο στρατηγείο του στο Μπέρχτεσγκαντεν. Εκείνη την ώρα της νύχτας ο Αϊζενχάουερ έδινε διστακτικά το σήμα για να ξεκινήσει η Απόβαση. Το BBC μετέδωσε ολόκληρο τον στίχο του Βερλέν. Από εκείνη τη στιγμή η 6η Ιουνίου 1944 θα περνούσε στην Ιστορία.
H ΠPOETOIMAΣIA TΩN ΣYMMAXΩN
Tον Iανουάριο του 1944 οι Σύμμαχοι διόρισαν τον Nτουάιτ Aϊζενχάουερ ("Aϊκ") διοικητή της Aνώτατης Διοίκησης της Συμμαχικής Eκστρατευτικής Δύναμης (SHAEF), ενώ ο στρατηγός Σμιθ ορίστηκε επιτελάρχης της Aνώτατης Διοίκησης. O Bρετανός στρατάρχης της αεροπορίας, Tέντερ, ορίστηκε υποδιοικητής του Aϊκ, ο Mοντγκόμερι διοικητής όλων των επίγειων συμμαχικών δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν, ο ναύαρχος Pάμσεϋ, διοικητής του ναυτικού και ο στρατάρχης της αεροπορίας Λη-Mάλορυ, επικεφαλής της αεροπορικής δύναμης της απόβασης.
Tο πρώτο που αποφάσισε ο Μοντγκόμερι ήταν ότι πέντε μεραρχίες ήταν κατ' ελάχιστο απαραίτητες για την αρχική απόβαση και όπως τελικά διαμορφώθηκε το αποκαλούμενο σχέδιο Μοντγκόμερι, η δύναμη εισβολής περιλάμβανε όντως πέντε μεραρχίες πεζικού, δύο των HΠA, δύο Βρετανικές και μία Καναδική, που θα αποβιβάζονταν σε πέντε ακτές με τους κωδικούς Ομάχα, Γιούτα, Γκόλντ, Τζούνο και Σουόρντ. Δύο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μία Βρετανική επρόκειτο να εξασφαλίσουν τα άκρα των ακτών της απόβασης.
Oι Αμερικανοί που θα αποβιβάζονταν υπήχθησαν στην 1η Στρατιά, με διοικητή το στρατηγό Μπράντλεϋ, ενώ οι Βρετανοκαναδοί στην 2η Στρατιά, με διοικητή το Βρετανό στρατηγό Ντέμπσεϋ. Και οι δύο στρατιές αποτέλεσαν την 21η Oμάδα Στρατιών με διοικητή το Μοντγκόμερι. H εισβολή θα υποστηριζόταν με περισσότερο από 13.000 μαχητικά, βομβαρδιστικά και μεταφορικά αεροπλάνα, απέναντι στα οποία η Luftwaffe δεν μπορούσε να αντιπαρατάξει περισσότερα από 400.
H ΠΛΕΥΡΑ TΩN ΓEPMANΩN
O Xίτλερ αντιλαμβανόταν ότι οι δυτικοί Σύμμαχοι θα επιχειρούσαν μία απόβαση μέσω της Mάγχης, αλλά μόνο τον Nοέμβριο του 1943 δέχτηκε ότι η απειλή αυτή δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί και στην οδηγία του με αριθμό 51, ανήγγειλε ότι η άμυνα στη Γαλλία θα ενισχυόταν. Στα τέλη του έτους διόρισε τον Pόμελ ως επιθεωρητή των παράκτιων οχυρώσεων, του λεγόμενου Aτλαντικού Tείχους, και στη συνέχεια διοικητή της Oμάδας Στρατιών B', που αποτελούνταν από την 7η Στρατιά του Nτόλμαν στη Nορμανδία και στη Bρετάνη και την 15η Στρατιά του φον Σάλμουθ στην περιοχή του Πα-Nτε-Kαλαί.
Aνώτατος διοικητής της Δύσης ήταν ο στρατάρχης Pούντστεντ. Xάρη στις ακούραστες προσπάθειες του Pόμελ τους πρώτους μήνες του 1944, οι εργασίες οχυρώσεως του Tείχους του Aτλαντικού επιταχύνθηκαν σημαντικά, εκατομμύρια νάρκες στρώθηκαν και χιλιάδες παγίδες και εμπόδια στήθηκαν στις παραλίες των γαλλικών ακτών και στα χωράφια στο εσωτερικό τους. Πηγή διαφωνίας του με τον Pούντστεντ υπήρξε το θέμα των τεθωρακισμένων μεραρχιών που στάθμευαν στην περιοχή και αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των Γερμανών.
Mετά την εμπειρία του στις τελευταίες μάχες του στην Aφρική, ο Pόμελ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιεσδήποτε μετακινήσεις προς τις γαλλικές ακτές θα ήταν αδύνατες εξαιτίας της κυριαρχίας της συμμαχικής αεροπορίας και υποστήριζε ότι οι δυνάμεις των αρμάτων θα πρέπει να σταθμεύσουν κοντά στις ακτές για να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν έγκαιρα, πριν οι Σύμμαχοι κατορθώσουν να εγκαταστήσουν εκεί σταθερά προγεφυρώματα.
O Pούντστεντ θεωρούσε ότι η συντριπτική δύναμη πυρός του ναυτικού και της αεροπορίας των Συμμάχων θα κατέστρεφε σταδιακά τα άρματα αν στάθμευαν κοντά στις ακτές και υποστήριζε ότι αυτά θα έπρεπε να παραμείνουν συγκεντρωμένα ως εφεδρεία στο εσωτερικό της Γαλλίας και να αντεπιτεθούν μαζικά όταν οι Σύμμαχοι θα έχουν προχωρήσει πέρα από τις ακτές, προκειμένου να τους αποκόψουν από αυτές και τον ανεφοδιασμό τους και να τους πετάξουν στη θάλασσα.
O Xίτλερ, επιλύοντας τη διαφορά τους, επιδείνωσε την κατάσταση θέτοντας υπό τη διοίκηση της Oμάδας Στρατιών B' τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες, ενώ οι άλλες τέσσερις αποτέλεσαν την Tεθωρακισμένη Oμάδα Δύσης, υπό τη διοίκηση του φον Σβεπενμπούργκ, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να μετακινηθούν χωρίς την έγκριση του Xίτλερ.
H EΞAΠATHΣH ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Παράλληλα ξεκίνησε μια γιγαντιαία προσπάθεια παραπληροφόρησης των Γερμανών, η «Επιχείρηση Αντοχή», με σκοπό να πεισθούν οι Γερμανοί ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ. Για τον σκοπό αυτόν οι Σύμμαχοι επιστράτευσαν όλη την πανουργία τους. Εχτισαν πλασματικές βάσεις στο Κεντ της Αγγλίας με άρματα μάχης, οχήματα και συστοιχίες πυροβολικού φτιαγμένα από κόντρα πλακέ, ελαστικά και πεπιεσμένο χαρτί, όπου υπήρχε συνεχής κίνηση από φορτηγά (πηγαινοέρχονταν πάντα τα ίδια).
Τα Γερμανικά κατασκοπευτικά αεροπλάνα «δυστυχώς» κατάφερναν να αποφεύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και ανέφεραν τις «προετοιμασίες» που έβλεπαν, η δε Βρετανική αντικατασκοπία εξολόθρευσε ή πήρε με το μέρος της σχεδόν όλους τους Γερμανούς κατασκόπους στο Βρετανικό έδαφος, οι οποίοι ψευδώς πληροφορούσαν ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ.
H «Επιχείρηση Αντοχή» στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι Γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και όλοι οι ανώτατοι αξιωματικοί των ναζιστών, με εξαίρεση τον στρατάρχη Ερβιν Ρόμελ, πείστηκαν ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ. Εικάζεται πως ο Αδόλφος Χίτλερ είχε υποπτευθεί ότι η απόβαση θα γινόταν κοντά στην Καέν, στη Νορμανδία, αλλά δεν κυνήγησε με αρκετό σθένος αυτή του την προαίσθηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι 19 επίλεκτες μεραρχίες παρέμειναν στο Καλέ ως το τέλος Ιουλίου, ατενίζοντας την κενή θάλασσα, ενώ η έκβαση του πολέμου κρινόταν στη Νορμανδία.
H εξαπάτηση του εχθρού ως προς την περιοχή της απόβασης αποτέλεσε ένα σημαντικό κομμάτι του προσεκτικού σχεδιασμού των Συμμάχων, μια και αν οι Γερμανοί συγκέντρωναν τις σκόρπιες δυνάμεις τους στο δυτικό μέτωπο σε ένα σημείο, θα ήταν σε θέση να αποκρούσουν την εισβολή. Tο επιτελείο του Aϊκ, για να παραπλανήσει τους Γερμανούς ώστε να πιστέψουν ότι το Πα-Nτε-Kαλαί, αντί της Nορμανδίας, θα ήταν η περιοχή της απόβασης, δημιούργησε μία εικονική 1η Oμάδα Στρατιών, με μία διάταξη μάχης μεγαλύτερη από αυτή της 21ης Oμάδας Στρατιών του Mοντγκόμερι.
H φανταστική αυτή δύναμη είχε ως έδρα την περιοχή του Nτόβερ, ακριβώς απέναντι από τον υποτιθέμενο στόχο του Πα-Nτε-Kαλαί, και οι αρμόδιοι για την επιχείρηση εξαπάτησης άρχισαν την κατασκευή στρατοπέδων από κοντραπλακέ και μουσαμά, τα οποία γέμισαν με πλαστικά ομοιώματα αρμάτων και οχημάτων. Mία απέραντη αρμάδα από πλαστικά ομοιώματα αποβατικών αγκυροβόλησε στην εκβολή του Tάμεση. O Αϊκ όρισε τον Πάττον, το στρατηγό που οι Γερμανοί εκτιμούσαν περισσότερο από όλους τους Αμερικανούς ομολόγους του ως διοικητή της.
Φρόντισε οι Βρετανικές εφημερίδες να φιλοξενούν συστηματικά φωτογραφίες του σε δημόσιες συγκεντρώσεις, όπου ήταν ο επίσημος ομιλητής. Nαυτικές μονάδες διεξήγαγαν ασκήσεις κοντά στη θέση αυτής της "στρατιάς των σκιών", ενώ στήθηκε ένα δίκτυο ασύρματων σταθμών που εξέπεμπε φανταστικές διαταγές προς τις φανταστικές μονάδες, που πέτυχε να δημιουργήσει στους Γερμανούς αναλυτές αυτών των εκπομπών την πεποίθηση για την ύπαρξη μίας σημαντικής στρατιωτικής συγκέντρωσης στην περιοχή.
Eνα προσεκτικό σχέδιο βομβαρδισμών συμπλήρωσε το τέχνασμα. Kατά τη διάρκεια των εβδομάδων που προηγήθηκαν της απόβασης, οι αεροπόροι έριξαν περισσότερες βόμβες στην περιοχή του Πα-Nτε-Kαλαί από οπουδήποτε αλλού στη Γαλλία. H επιχείρηση εξαπάτησης με την ανύπαρκτη 1η Oμάδα Στρατιών του Πάττον δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που οι Γερμανοί διοικητές απέτυχαν να συμπεράνουν τη σωστή θέση της περιοχή της απόβασης.
Tο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό είχε καταστήσει τις Γερμανικές ναυτικές περιπόλους στο Αγγλικό κανάλι αδύνατες και τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων είχαν καταστρέψει τις περισσότερες από τις Γερμανικές μονάδες ραντάρ που ήλεγχαν τον αέρα και τη θάλασσα κοντά στις ακτές της απόβασης. H Luftwaffe θα μπορούσε να είχε επισημάνει τη φρενιτιώδη συγκέντρωση στρατευμάτων και εφοδίων στο Νότο, ακριβώς απέναντι από τη Νορμανδία.
Αλλά η συμμαχική αεροπορική κυριαρχία και οι συνεχείς αεροπορικές επιδρομές στη Γερμανία δεν της είχαν αφήσει το παραμικρό περιθώριο για σοβαρή δράση αναγνώρισης πάνω από τη Mάγχη. Tέλος, οι Σύμμαχοι με τις υποκλοπές των μηνυμάτων του συστήματος Ultra, ήταν σε θέση σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας της απόβασης να ελέγχουν εάν το σχέδιο εξαπάτησης των Γερμανών είχε αποτελέσματα, καθόσον η αποκωδικοποίηση των κρυπτογραφημένων σημάτων παρείχε σε αυτούς μία σαφή εικόνα για το πού είχαν αναπτυχθεί οι Γερμανικές δυνάμεις.
Παρότι οι Aμερικανοί διοικητές αμφέβαλλαν ότι η επιχείρηση εξαπάτησης θα είχε πλήρη επιτυχία, αυτή ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Oι Γερμανοί πίστευαν ότι το Πα-Nτε-Kαλαί ήταν η πραγματική περιοχή της απόβασης, ακόμη και μετά την 6η Iουνίου. Δεκαεννέα ισχυρές εχθρικές μεραρχίες, ανάμεσά τους και τέσσερις τεθωρακισμένες, περίμεναν την απόβαση σε αυτή την περιοχή, όταν η παρουσία τους στη Nορμανδία θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της τιτανομαχίας για τον έλεγχο των ακτών.
H TEΛIKH AΠOΦAΣH
Στις 8 Mαΐου 1944, ο στρατηγός Aϊζενχάουερ καθόρισε ως ημέρα της απόβασης την 4η ή 5η Iουνίου. Tα στρατεύματα ενημερώθηκαν για αυτή την τελευταία βδομάδα του Mαΐου και στις 3 Iουνίου είχαν επιβιβαστεί στα αποβατικά στα λιμάνια της Aγγλίας. Στις 29 Mαΐου, ο επικεφαλής μετεωρολόγος της ανώτατης διοίκησης της συμμαχικής εκστρατευτικής δύναμης είχε δώσει αισιόδοξη πρόβλεψη για τις καιρικές συνθήκες της πρώτης εβδομάδας του Iουνίου και με βάση αυτή είχαν γίνει όλες οι προετοιμασίες για την απόβαση στις 5 Iουνίου.
Tο βράδυ του Σαββάτου της 3ης Iουνίου όμως, όταν ενημέρωσε τον ανώτατο διοικητή ότι στις 5 Iουνίου θα επικρατούσε χαμηλή νέφωση, βροχές και θυελλώδεις άνεμοι και οποιαδήποτε πρόβλεψη πέραν των 24 ωρών ήταν εκ των προτέρων αδύνατη, αποφασίστηκε να αναβληθεί η λήψη της τελικής απόφασης για την απόβαση για επτά ώρες. Στις 04:30 το πρωί της Kυριακής της 4ης Iουνίου πραγματοποιήθηκε μία δεύτερη συνάντηση των ηγετών των Συμμάχων, στην οποία ενημερώθηκαν ότι η κατάσταση της θάλασσας θα ήταν καλύτερη, αλλά η χαμηλή νέφωση δεν θα επέτρεπε τη χρήση της αεροπορίας.
Aν και ο στρατηγός Mοντγκόμερι εξέφρασε την προθυμία του να προχωρήσει η απόβαση την 5η Iουνίου, ο στρατηγός Aϊζενχάουερ αποφάσισε να την αναβάλει για 24 ώρες. Ετσι, τα σκάφη που είχαν ήδη ξεκινήσει με τα στρατεύματα, επέστρεψαν στα λιμάνια τους. Tη νύχτα της Κυριακής, ο ίδιος μετεωρολόγος ενημέρωσε τον Αϊζενχάουερ ότι η βροχή που εξακολουθούσε να πέφτει θα σταματούσε, ο καιρός θα βελτιωνόταν, αλλά οι καιρικές συνθήκες στον αέρα και στη θάλασσα στις 6 Ιουνίου δεν θα ήταν ιδανικές για την απόβαση.
O Aϊζενχάουερ και οι επιτελείς του συνειδητοποίησαν ότι αν η απόβαση δεν γινόταν στις 6 Iουνίου, τότε θα έπρεπε να περιμένουν αναγκαστικά τις κατάλληλες συνθήκες παλίρροιας της 19ης Iουνίου. Tα στρατεύματα θα έπρεπε να αποβιβαστούν από τα πλοία και ο κίνδυνος για την ασφάλεια, καθώς επίσης για το ηθικό τους θα ήταν μεγάλος. Στις 21:45 ο Aϊζενχάουερ ανακοίνωσε την απόφασή του. "Eίμαι βέβαιος ότι πρέπει να δώσω τη διαταγή... Δεν μου αρέσει, αλλά αυτό είναι... Δεν βλέπω πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο."
H διαταγή εκδόθηκε και το βράδυ της 5ης Iουνίου τα αεροπλάνα που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές άρχισαν να απογειώνονται από τα αεροδρόμια και τα 5.000 σκάφη του μεγαλύτερου στόλου που συγκεντρώθηκε ποτέ στην ιστορία άρχισαν να διασχίζουν τα νερά του στενού της Mάγχης, κατευθυνόμενα στις ακτές της Nορμανδίας. H επιχείρηση Overlord είχε ξεκινήσει.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
ΑΠΑΡΧΕΣ
Ο Βρετανοί πίεζαν από νωρίς για μια Συμμαχική απόβαση σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Είχαν και ως απροσδόκητο σύμμαχο τον Στάλιν, που πίεζε για τη δημιουργία δεύτερου μετώπου, ώστε να ανακουφιστεί το Ρωσικό από τη Γερμανική πίεση. Οι Αμερικανοί, ωστόσο, ήταν πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί: Γνώριζαν ότι επιχείρηση τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πολύ προσεκτική προετοιμασία, για να μη καταλήξει σε τραγική αποτυχία (όπως είχε συμβεί στη Διέππη (Dieppe) με τους Καναδούς to 1942). Αποφασίστηκε ότι προείχε η κατάληψη ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής πριν γίνει δυνατή μια απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της Ευρώπης.
Στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας τον Ιανουάριο του 1943 διαπιστώθηκε ότι το κλίμα είχε εξελιχτεί πλέον έτσι που να επιτρέπει το σχεδιασμό μιας μεγάλης αποβατικής επιχείρησης στην Ευρώπη. Αρχικά προτάθηκε ότι τον Αύγουστο του 1943 θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας "γέφυρας" μεταξύ Βρετανίας και της χερσονήσου Κοταντέν (Cotentin Peninsule) στη Νορμανδία, απ' όπου θα ήταν δυνατή η έναρξη μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, ύστερα από πιο ώριμες σκέψεις, το σχέδιο αυτό κρίθηκε υπερβολικό και εγκαταλείφθηκε.
Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑΣ
Η διάσκεψη της Καζαμπλάνκας ήταν σύσκεψη των ηγετών των Συμμάχων που έγινε στην Καζαμπλάνκα, πόλη του (τότε) Γαλλικού Μαρόκου από τις 14 έως τις 24 Ιανουαρίου 1943 υπό την κωδική ονομασία "SYMBOL". Χαρακτηρίστηκε ως η πλέον αμφιλεγόμενη διάσκεψη του Πολέμου. Στη διάσκεψη, σε επίπεδο ηγετών, συμμετείχαν ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ. Απουσίαζε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, αν και είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να παραστεί προφασιζόμενος την επικείμενη μάχη του Στάλινγκραντ.
Οι δύο ηγέτες είχαν μαζί τους όλους τους αρχηγούς επιτελείων τους και σημαντικούς στρατιωτικούς παράγοντες. Παρόντες ήταν επίσης οι Γάλλοι ανταγωνιστές στρατηγοί Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ.
Πριν τη Διάσκεψη
Στις 8 Νοεμβρίου 1942 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στις ακτές της (τότε) Γαλλικής Βόρειας Αφρικής, εκτελώντας μια επιχείρηση η οποία είχε το προσωνύμιο «Πυρσός» (Operation Torch). Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί παρά την αρχική δυσπιστία των Αμερικανών και υπό την πίεση του Στάλιν, ο οποίος απαιτούσε να ανοίξουν οι Αγγλοαμερικανοί το ταχύτερο δυνατό ένα μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη, ώστε να ανακουφιστεί ο Κόκκινος Στρατός στο Ανατολικό Μέτωπο. Πράγματι σχεδιάστηκε η «Επιχείρηση Σφύρα» (Operation Sledgehammer) με στόχο τους λιμένες της Βρέστης και του Σερμπούρ αποκτώντας έτσι ένα μικρό προγεφύρωμα στο Ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι Αμερικανοί αρχικά ευνόησαν το σχέδιο, αλλά οι Βρετανοί αντιτάχθηκαν ισχυρά, προφασιζόμενοι (και σωστά) ότι ούτε πολλά αποβατικά σκάφη διέθεταν ούτε ήταν σε θέση να υποστηρίξουν από αέρος και θαλάσσης ένα παρόμοιο εγχείρημα. Έτσι ξεκίνησε η εφαρμογή του «Πυρσού», με ισχυρή απροθυμία των Αμερικανών, που δε θεωρούσαν ότι «ο δρόμος προς το Βερολίνο περνά από τη Βόρεια Αφρική». Στις αρχές του 1943 διαφαινόταν ήδη ότι η έκβαση της επιχείρησης ήταν αυτή που αναμενόταν.
Οι Γερμανικές και οι Ιταλικές δυνάμεις θα εκδιώκονταν οριστικά από τη Βόρεια Αφρική. Έμενε να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα, όπως η διαχείριση του προβλήματος που είχαν δημιουργήσει τα υποβρύχια του ναυάρχου Καρλ Νταίνιτς στον Ατλαντικό (Μάχη του Ατλαντικού), πώς θα κατανέμονταν οι δυνάμεις στα διάφορα πολεμικά μέτωπα, ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα των Συμμάχων και, τέλος, από πλευράς Τσώρτσιλ, τέθηκε το ζήτημα του πώς θα συμβιβάζονταν οι αντιμαχόμενοι Γάλλοι στρατηγοί.
Οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη συνέχεια των επιχειρήσεων από την πλευρά της Μεσογείου. Ο Τσώρτσιλ μάλιστα είχε χαρακτηρίσει την Ιταλία ως «το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης». Οι Αμερικανοί αντίθετα επιθυμούσαν την εισβολή μέσω της Μάγχης, γνωρίζοντας πως σε τέτοια περίπτωση το κύριο βάρος θα σήκωναν οι Βρετανοί, πράγμα που τους επέτρεπε να εξοικονομήσουν πόρους για την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν στον Ειρηνικό εναντίον της Ιαπωνίας.
Η Προετοιμασία
Η διάσκεψη έγινε στη συνοικία Άνφα της Καζαμπλάνκας και οι συζητήσεις θα γίνονταν στο ομώνυμο ξενοδοχείο (Anfa Hotel). Για τη διαμονή των ηγετών είχαν παραχωρηθεί δύο επαύλεις, άλλες δύο παραχωρήθηκαν για τη διαμονή των αρχηγών των επιτελείων, ενώ ολόκληρη η συνοικία είχε συρματοπλεχθεί και πίσω από το συρματόπλεγμα βρίσκονταν πυκνά παρατεταγμένοι ένοπλοι φρουροί. Ουσιαστικά η διάσκεψη δεν είχε σοβαρό αντικειμενικό σκοπό. Χωρίς μάλιστα την παρουσία του Στάλιν έχανε μεγάλο μέρος της σημασίας της.
Όλα της τα θέματα θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς αυτήν. Ωστόσο ο πρόεδρος Ρούζβελτ «ήθελε να κάνει ένα ταξίδι», όπως αφηγείται ο προεδρικός σύμβουλος Χάρι Χόπκινς. Επειδή μάλιστα δεν ήθελε και πολλές επισημότητες, παρακάλεσε τον Τσώρτσιλ «να μη φορτωθεί τον υπουργό εξωτερικών του», καθώς το ίδιο θα έκανε κι αυτός. Στην πραγματικότητα ο Ρούζβελτ έκανε το γύρο της μισής υφηλίου πριν καταλήξει στην Καζαμπλάνκα, περνώντας μέχρι και από το Τρινιντάντ.
Η περιττή αυτή μετακίνηση λίγο έλειψε να στοιχίσει ακριβά στη συμμαχική ηγεσία: το αεροσκάφος που μετέφερε τον Τσώρτσιλ πήρε φωτιά, ενώ αυτό που μετέφερε τον Αϊζενχάουερ έχασε δύο κινητήρες εν πτήσει, με αποτέλεσμα ο αρχιστράτηγος να προσγειωθεί με το αλεξίπτωτο στην πλάτη και ένα κτύπημα στο γόνατο από τους κραδασμούς.
Ο Τσώρτσιλ, από την άλλη, είχε προσχεδιάσει τι ήταν αυτά που θα ζητούσε από τον Αμερικανό, που δεν ήταν άλλο από την επέκταση των εχθροπραξιών στη Μεσόγειο. Φόρτωσε ένα πλοίο με έγγραφα («πλωτό επιτελείο» το χαρακτηρίζει ο Καρτιέ) και πήρε μαζί του (όπως και ο Ρούζβελτ) όλους τους αρχηγούς επιτελείων του. Ζήτησε επίσης από τον Ντε Γκωλ να τον συνοδεύσει, χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει. Αιτιολόγησε την έλλειψη ενημέρωσης προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι, αν είχε γνωστοποιηθεί η διάσκεψη, θα χρειάζονταν πολλαπλά μέτρα ασφαλείας.
Ο πείσμων Γάλλος, γνωρίζοντας ότι εκεί ακριβώς ήταν η έδρα του αντιπάλου του, προβαλε αρχικά ένα κατηγορηματικό «όχι» και ο Τσώρτσιλ αναχώρησε μόνος του. Κάλεσε εκ νέου τόσο τον Ζιρω όσο και τον Ντε Γκωλ «εκ μέρους του Αμερικανού προέδρου και του Βρετανού πρωθυπουργού». Ο Ζιρω έφθασε αμέσως, ο Ντε Γκωλ εξακολούθησε να αρνείται, υποστηρίζοντας ότι αυτό ήταν ένα καθαρά Γαλλικό ζήτημα και δε χρειαζόταν παρεμβάσεις ξένων.
Ο οξύθυμος Τσώρτσιλ εκνευρίστηκε τόσο που απείλησε τον Ντε Γκωλ, στέλνοντάς του ένα αυστηρό τηλεγράφημα ότι θα απέσυρε την υποστήριξή του και θα τον παραμέριζε. Υπό την ασφυκτική αυτή πίεση ο Ντε Γκωλ υποχώρησε, αν και ήρθε στη διάσκεψη μόλις την ένατη ημέρα.
Η Διάσκεψη
Παρόντες στη διάσκεψη ήταν:
Βρετανική Πλευρά
Ουίνστον Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου
Ναύαρχος Σερ Ντάντλεϊ Πάουντ (Sir Alfred Dudley Pickman Rogers Pound)
Στρατάρχης της Αεροπορίας Τσαρλς Πόρταλ (Charles Frederick Algernon Portal)
Στρατάρχης της Αεροπορίας Σερ Άρθουρ Τέντερ (Arthur Tedder)
Στρατηγός Σερ Άλαν Μπρουκ (Sir Alan Francis Brooke)
Στρατάρχης Σερ Τζον Ντιλ (Sir John Greer Dill)
Στρατάρχης Σερ Χάρολντ Αλεξάντερ, επικεφαλής των Βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή
Ναύαρχος λόρδος Λούις Μαουντμπάττεν (Louis Francis Albert Victor Nicholas George Mountbatten)
Στρατηγός Σερ Χάστινγκς Ίσμεϊ (Hastings L. Ismay)
Αμερικανική Πλευρά
Φραγκλίνος Ρούζβελτ, πρόεδρος των ΗΠΑ
Στρατηγός του Στρατού και της Αεροπορίας Χένρι Άρνολντ (Henry Harley "Hap" Arnold)
Ναύαρχος Έρνεστ Κινγκ (Ernest King), επικεφαλής του αμερικανικού στόλου
Στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ (George Catlett Marshall), αρχηγός του αμερικανικού επιτελείου
Αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (Dwight Eisenhower), επικεφαλής της «Επιχείρησης Πυρσός»
Άβερελ Χαρριμαν (Averel Harriman), προεδρικός σύμβουλος
Χάρι Χόπκινς (Harry Hopkins), προεδρικός σύμβουλος
Ρόμπερτ Μέρφι (Robert D. Murphy), ειδικός αντιπρόσωπος του προέδρου στο επιτελείο του Αϊζενχάουερ
Αντισυνταγματάρχης Έλιοτ Ρούζβελτ, γιος του προέδρου
Γαλλική Πλευρά
Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), επικεφαλής των «Ελεύθερων Γάλλων»
Στρατηγός Ανρί Ζιρω (Henri Onoré Giraud), στρατιωτικός διοικητής της Γαλλικής Βόρειας Αφρικής
Συμμετείχαν επίσης και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί και των τριών όπλων. Μεγάλος απών στη διάσκεψη, ο Στάλιν. Η πραγματοποίηση της διάσκεψης εν απουσία του ενίσχυσε στη σκέψη του Σοβιετικού ηγέτη την εντύπωση ότι σχέδια καταστρώνονταν χωρίς τη συμμετοχή του και πίσω από την πλάτη του, χωρίς αυτός να ενημερώνεται απόλυτα.
Η καχυποψία του Στάλιν ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από τις αποφάσεις τις διάσκεψης και συνέχισε να αυξάνει σε ολόκληρη την πορεία του πολέμου, για να καταλήξει, ύστερα από τη λήξη του, στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των New York Times, τόσο ο Στάλιν όσο και ο Τσανγκ Κάι Σεκ τηρήθηκαν ενήμεροι σχετικά με τις αποφάσεις της διάσκεψης. Στο ίδιο φύλλο η ανταπόκριση αναφέρει ότι και οι δύο ηγέτες ήταν τελικά ικανοποιημένοι από τις αποφάσεις της διάσκεψης.
Αποφάσεις
Η βασική απόφαση της διάσκεψης ήταν ότι ο αγώνας των Συμμάχων έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι του σημείου που αποκαλείται «bitter end» (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση (Unconditional surrender). Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι κανείς από τους Συμμάχους δεν θα αποδεχόταν χωριστή παράδοση κάποιας από τις δυνάμεις του Άξονα (π.χ. η Ιταλία όφειλε να παραδοθεί στους Συμμάχους και όχι στη Βρετανία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσώρτσιλ αντιτάχθηκε στην πρόταση περί Unconditional surrender. Δεν θεωρούσε ότι επάνω στη Γερμανία έπρεπε να επιπέσει η μανία αντεκδίκησης των Συμμάχων. Γι' αυτό και αργότερα διευκρίνισε ότι «άνευ όρων συνθηκολόγηση δε σημαίνει διάθεση εκδικήσεως εις βάρος του Γερμανικού λαού». Ο Τσώρτσιλ φοβόταν, και όπως αποδείχτηκε απολύτως δικαιολογημένα, ότι αυτές οι δύο λέξεις κατέστρεφαν την όποια αντιπολίτευση υπήρχε στο εσωτερικό της Γερμανίας:
Έδινε στους Ναζί το εφαλτήριο που αναζητούσαν για να στηρίξουν την απόφασή τους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Τις δύο αυτές μικρές λέξεις εκμεταλλεύθηκε άριστα ο Γιόζεφ Γκέμπελς στην προπαγάνδα του. Όπως είναι λογικό, οι αντίπαλοι του χιτλερικού καθεστώτος δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σταματήσουν κάθε τους ενέργεια.
Οι Βρετανοί επιχειρηματολόγησαν ισχυρά και ο Τσώρτσιλ αντέκρουσε προσωπικά την άποψη του Μάρσαλ σχετικά με μια «μικρή» απόβαση στις βόρειες Γαλλικές ακτές προς το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Κατέδειξε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην παρούσα φάση του πολέμου θα κατέληγε απλά σε μια εύκολη νίκη του Χίτλερ, δεδομένης της αεροπορικής κυριαρχίας της Luftwaffe στη συγκεκριμένη περιοχή. Επιπλέον τα διαθέσιμα αποβατικά σκάφη ήταν εκείνη την εποχή αριθμητικά πολύ λίγα για να μεταφέρουν τα απαιτούμενα στρατεύματα, ενώ ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική η παρουσία των Γερμανικών υποβρυχίων.
Αντίθετα, ο Τσώρτσιλ έδωσε την έγκρισή του για την παροχή ισχυρής υποστήριξης στους Αμερικανούς από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, χώρες μέλη της Κοινοπολιτείας, στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού. Ο Τσώρτσιλ διαβεβαίωσε επίσης ότι θα επεκτείνονταν οι Βρετανικές επιχειρήσεις στη Βιρμανία με στόχο την ισχυροποίηση του Τσανγκ Κάι Σεκ στην Κίνα. Ως ανταπόδοση αυτής της χειρονομίας, ο Ρούζβελτ συμφώνησε στην Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία.
Συμφωνήθηκε, επίσης να αρχίσουν και να ενταθούν αεροπορικές επιδρομές κατά του Γερμανικού εδάφους από τα Βρετανικά αεροδρόμια με τη συμμετοχή και των δύο αεροποριών (RAF και U.S.A.F.). Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας. Ύστερα από τη διάσκεψη αυτή οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν ότι λόγω της ισχύος τους ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και θα άρχιζαν να ενεργούν ανάλογα.
Αρχικά οι δύο Γάλλοι ηγέτες, αν και ισχυρά αντιτιθέμενοι στην Κυβέρνηση του Βισύ είχαν αναπτύξει ένα κλίμα έντονης ψυχρότητας, αν όχι αντιπάθειας, στις σχέσεις τους. Τα «πείσματα» αυτά είχαν κουράσει τόσο τον Τσώρτσιλ όσο και τον Ρούζβελτ. Ο Αμερικανός πρόεδρος από την άλλη θεωρούσε τον Ντε Γκωλ εκπρόσωπο της «παλαιάς» Γαλλίας, με τάσεις αποικιοκρατισμού και απολυταρχισμού, ενώ παράλληλα τον θεωρούσε επηρμένο.
Από την άλλη ο Ζιρω θεωρούσε ότι στη δολοφονία του ναυάρχου Νταρλάν είχε συμμετάσχει και ο Ντε Γκωλ (για την ακρίβεια θεωρούσε πως τον δολοφόνο του Νταρλάν τον είχε αποστείλει ο Ντε Γκωλ). Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου, τελευταία ημέρα της διάσκεψης, Τσώρτσιλ και Ντε Γκωλ έχουν ακόμη μια θυελλώδη συζήτηση, στην οποία ο Ντε Γκωλ επιμένει να μην αναλάβει καμία δέσμευση. Στη συνέχεια οι δυο άνδρες πηγαίνουν να συναντήσουν τον Ρούζβελτ, ο οποίος, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες σύνταξης κοινού ανακοινωθέντος, αποφασίζει να εφαρμόσει με τον Ντε Γκωλ άλλη μέθοδο.
Αρχίζει μαζί του μια ήρεμη συζήτηση, κατά την οποία τον ερωτά αν θα δεχτεί να ανταλλάξει χειραψία με τον Ζιρω. Ο Ντε Γκωλ απαντά «ναι». «Και θα το κάνετε αυτό μπροστά στους φωτογράφους;» «I shall do it for you», απαντά ο Γάλλος. Οι δημοσιογράφοι καλούνται στην αίθουσα και παίρνουν φωτογραφία τους δύο άνδρες να ανταλλάσσουν τη χειραψία, η οποία εμφανίζει την εικόνα της συμφιλίωσης. Ο Ζιρω μάλιστα αποδέχεται να του στείλει ο Ντε Γκωλ έναν εκπρόσωπό του για να οργανώσει άμεση επαφή μεταξύ Γαλλικής Αφρικής και Λονδίνου (έδρα του Ντε Γκωλ).
Από την άποψη αυτή, για τη Γαλλία η διάσκεψη έλαβε μεγάλη σημασία. Το BBC ανέφερε: "The two Frenchmen became the joint chairmen of the French Committee for National Liberation" («Οι δύο Γάλλοι έγιναν οι από κοινού ηγέτες της Γαλλικής Επιτροπής για την Εθνική Απελευθέρωση»).
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ COSSAC
Ήδη, από το Δεκέμβριο του 1942 είχε συγκροτηθεί μια μικτή ομάδα, η οποία ονομάστηκε αρχικά "COSSAC" από τα αρχικά των λέξεων "Chief of Staff to Supreme Allied Commander" (Αρχηγός Επιτελείου Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης). Επικεφαλής αυτής της ομάδας ορίστηκε ο Βρετανός υποστράτηγος Φρέντερικ Ε. Μόργκαν (Frederic E. Morgan), ο οποίος ηγήθηκε των εξής αξιωματικών, κατά κλάδο:
Ναυτικός κλάδος: Υποναύαρχος Π. Λ. Βάιαν (P. L. Vian) (Βρ), Πλοίαρχος Χ. Τζ. Ράιτ (H. J. Wright) (ΗΠΑ)
Κλάδος Στρατού Ξηράς: Στρατηγός Κ. Α, Γουέστ (C. A. West) (Βρ), Συνταγματάρχης Τζ. Τ. Χάρρις (J. T. Harris) (ΗΠΑ)
Κλάδος Αεροπορίας: Ρ. Γκράχαμ (R. Graham) (Βρ) Ταξίαρχος Ρ. Κ. Καντή (R. C. Candee) (ΗΠΑ)
Κλάδος Διοίκησης: Στρατηγός Ν. Μπράουντζον (N. C. D. Brownjohn) (Βρ), Συνταγματάρχης Φ. Λ. Ρας (F. L. Rash) (ΗΠΑ)
Κλάδος Κατασκοπείας: Στρατηγός Π. Γκ. Χουάιτφοoρντ (P.G. Whitefoord) (Βρ)
Μέχρι να οριστεί επικεφαλής της επιχείρησης, το καθεστώς του COSSAC ήταν αρκετά περίεργο, καθώς ο Μόργκαν και οι περί αυτόν οργάνωναν επιχείρηση με πολλές στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες δεν είχαν καν ακόμη συγκροτηθεί, ενώ και τα αποβατικά σκάφη που υπολόγιζαν να χρησιμοποιήσουν δεν είχαν όχι κατασκευασθεί αλλά ούτε καν σχεδιαστεί. Η μέθοδος που ακολουθούσαν ήταν η εξής. Στην Ουάσιγκτον έδρευε η συντονιστική Επιτροπή Αρχηγών Επιτελείων (CSS).
Αυτή γνωστοποιούσε στο COSSAC τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν και το COSSAC πρότεινε σχετικές λύσεις. Η αλληλογραφία μεταξύ αυτών των φορέων βρίσκεται σε αρχεία, τα οποία αποτελούν "ένα από τα μεγαλύτερα επιτελικά μνημεία που έχουν ποτέ οικοδομηθεί". Το Επιτελείο αυτό παρουσίασε το πρώτο αποτέλεσμα των εργασιών του στη διάσκεψη του Κεμπέκ το Μάιο του 1943. Το πρώτο θέμα που αντιμετώπισαν ήταν ο προσδιορισμός της θέσης της απόβασης:
Η Ολλανδία απορρίφθηκε λόγω των πλημμυρών στις ακτές της, το Βέλγιο είχε κατάλληλες ακτές αλλά με πολύ ισχυρά παράκτια ρεύματα, η Βρετάνη εμφάνιζε καταλληλότατες ακτές, αλλά ήταν σχετικά απομακρυσμένη από την Αγγλία ενώ οι επικοινωνίες με την υπόλοιπη Γαλλία ήταν προβληματικές. Έτσι, ο "κλήρος" έπεσε στη Νορμανδία και τις δύο περιοχές της, την Άνω (Haute) και την κάτω (Basse).
Συγκροτήθηκαν δύο ομάδες του COSSAC καθεμιά από τις οποίες υποστήριζε αντίστοιχα τις δύο αυτές περιοχές, επιχειρηματολογώντας σχετικά με την καταλληλότητά τους. Τα επιχειρήματα της ομάδας για την Κάτω Νορμανδία επικράτησαν κι έτσι επιλέχτηκαν οι περιοχές της χερσονήσου του Κοταντέν και του Καλβαντός ως οι πλέον κατάλληλες.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ SHAEF
Ο Τσώρτσιλ, διαβλέποντας από νωρίς ότι οι Αμερικανοί θα αξίωναν την ηγεσία της επιχείρησης "Overlord", πράγμα που δε θα μπορούσε να τους αρνηθεί, πήρε την πρωτοβουλία και πρότεινε στον Ρούζβελτ, κατά τη διάσκεψη του Κεμπέκ, το διορισμό Αμερικανού επικεφαλής της επιχείρησης, αγνοώντας το γεγονός πως είχε ήδη προτείνει στον Άλαν Μπρουκ την ηγεσία της. Ο Ρούζβελτ, φυσικά, συμφώνησε αμέσως και, ενώ αρχικά προόριζε ως επικεφαλής τον Στρατηγό Μάρσαλ, τελικά επικράτησε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Ο επίσημος διορισμός του έγινε τον Ιανουάριο του 1944 και ο "Άικ" εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο δημιουργώντας το "Ανώτατο Αρχηγείο των Συμμαχικών Εκστρατευτικών Δυνάμεων" (Supreme Headquarters of Allied Expeditionary Forces, SHAEF). Το COSSAC εντάχθηκε στο SHAEF και ο Μόργκαν ονομάστηκε "Deputy Chief of Staff".
Το αρχικό σχέδιο του Μόργκαν (για το οποίο και ο ίδιος είχε εκφράσει επιφυλάξεις) δεν άντεξε στις επικρίσεις. Πρώτος και βασικός επικριτής του ήταν ο επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων Βρετανός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, ο οποίος παρενέβη τόσο δυναμικά ("ή το σχέδιό σας θα αλλάξετε ή εμένα"), ώστε αυτό αναθεωρήθηκε σημαντικά. Οι αρχικά τρεις μεραρχίες κρούσεως έγιναν εννέα και αντί μίας αερομεταφερόμενης μεραρχίας θα χρησιμοποιούνταν τρεις.
Αναθεωρήθηκε, επίσης, και η αρχική ημερομηνία πραγματοποίησης της επιχείρησης: Αντί της 1ης Μαΐου αποφασίστηκε να ξεκινήσει την 1η Ιουνίου, για να ενισχυθούν οι δυνάμεις με τη βιομηχανική παραγωγή ενός ακόμη μηνός. Εν τω μεταξύ οι δυνάμεις που είχαν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνονται στη Βρετανία ήταν κολοσσιαίες. Περίπου 3,5 εκατ. άνδρες και 20 εκατ. τόνοι υλικού. Έτσι, έλεγαν για τη Βρετανία. "Αν το νησί δε βουλιάζει, το οφείλει στα αερόστατα της αντιαεροπορικής άμυνας που το κρατούν στην επιφάνεια".
Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, παρόλ' αυτά, κατάφεραν να επιλύσουν τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε η συσσώρευση αυτή. Εκεί παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο όρος "logistics" (αποδίδεται ως "Διαχείριση Εφοδιαστικής Αλυσίδας" στα Ελληνικά) για την στέγαση/σίτιση των ανδρών και την αποθήκευση του υλικού.
Η ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
Η Νορμανδία είναι ευρεία περιοχή στα βόρεια της Γαλλίας. Στη Νορμανδία υπάγονται ο άνω ρους του ποταμού Σηκουάνα και οι εκβολές του, περιοχές βόρεια του Παρισιού και στα δυτικά η χερσόνησος Κοταντέν (Cotentin), όπου και το λιμάνι του Σερμπούρ. Καταλαμβάνει συνολικά έκταση 29.906 km² και, σύμφωνα με την απογραφή του 1999 έχει 3,2 εκατ. κατοίκους. Οι κάτοικοί της ονομάζονται Νορμανδοί (Normands). Το 1956 η Γαλλική Νορμανδία χωρίστηκε σε δύο μεγάλα διαμερίσματα, την Άνω (Haute Normandie) και την Κάτω Νορμανδία (Basse Normandie).
Η Άνω Νορμανδία περιλαμβάνει τους νομούς του Σεν-Μαριτίμ (Seine-Maritime) και του Ερ (Eure). Σε αυτήν βρίσκεται η μεγαλύτερη πόλη Ρουέν, πρωτεύουσα του νομού του Σεν-Μαριτίμ με 385.000 κατοίκους. Άλλη σημαντική μεγάλη πόλη της είναι η Χάβρη (Le Havre), με 247.000 κατοίκους. Η Άνω Νορμανδία έχει συνολική έκταση 12.317 Km2, και πληθυσμό, σύμφωνα με την απογραφή του (2006), 1.811.000 κατοίκους.
Η Κάτω Νορμανδία περιλαμβάνει τους νομούς του Καλβαντός (Calvados), Ορν (Orne) και Μανς (Manche). Μεγαλύτερη πόλη της είναι η Καν (Caen), πρωτεύουσα του νομού Καλβαντός, με 200.000 κατοίκους. Η Κάτω Νορμανδία έχει συνολική έκταση 17.568 Km2, και πληθυσμό σύμφωνα με την απογραφή του (2006) 1.449.000 κατοίκους. Τα Νορμανδικά νησιά, που καταλαμβάνουν συνολική έκταση 194 Km2, βρίσκονται υπό την προσωπική κυριαρχία της βασίλισσας της Αγγλίας που φέρει τον τίτλο "Δούκισσα της Νορμανδίας".
Η περιοχή κατακτήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από Γαλάτες που ήρθαν από το γειτονικό Βέλγιο. Την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης βρίσκονταν στην περιοχή εννέα διαφορετικές Γαλατικές φυλές. Οι Ρωμαίοι μεταμόρφωσαν την περιοχή με πολλά έργα. Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. εισήλθε στην περιοχή ο Χριστιανισμός, ενώ δέχτηκε πολλές σκληρές επιθέσεις Σαξώνων πειρατών, που αποκρούσθηκαν από τον βασιλιά της Γαλλίας, χαρακτηριστικότερη το (406).
Το 885 ο πολέμαρχος των Βίκινγκ Ρόλλο της Νορμανδίας (Rollon), στην υπηρεσία του βασιλιά της Δανίας, εισέβαλε με ομοφύλους του στην Γαλλία. Η μαχητικότητα του στρατού του και η διαφαινόμενη απειλή διάλυσης του Φραγκικού κράτους από τον Ρόλλο ανάγκασαν τον βασιλιά Κάρολο Γ' τον Απλό να συνθηκολογήσει μαζί του (886). Του παραχώρησε ένα μεγάλο μερίδιο στα όρια του κράτους του, με τον όρο να τον προστατέψει από τις επιδρομές των υπόλοιπων πολεμιστών Βίκινγκ. Πρωτεύουσα του νέου δουκάτου ορίστηκε η Ρουέν.
Ο Ρόλλο ονόμασε το δουκάτο του "Νορμανδία" σε ανάμνηση της Νορβηγικής του καταγωγής, αφού Νορμάν ονομαζόταν η Νορβηγία στην γλώσσα των Βίκινγκ. Ο πρώτος που πήρε ουσιαστικά τον τίτλο του δούκα της Νορμανδίας ήταν ο εγγονός του Ρόλλο, Ριχάρδος Α'. Ο Ρόλλο και οι απόγονοί του κυβέρνησαν την Νορμανδία σαν ανεξάρτητοι δούκες. Απευθείας απόγονός του ήταν ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Αγγλίας και, μετά την μάχη του Χάστινγκς, στέφθηκε βασιλιάς της (1066) με το όνομα Γουλιέλμος Α'.
Από τότε η Νορμανδία βρισκόταν στην κατοχή των Άγγλων βασιλέων, που έφεραν και τον τίτλο του δούκα της Νορμανδίας, ως το 1204, οπότε και καταλήφθηκε από τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Γαλλίας. Το 1259 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Γ' αναγνώρισε οριστικά, με την Συνθήκη των Παρισίων, την Γαλλική κατοχή της Νορμανδίας, αλλά οι Άγγλοι μονάρχες δεν εγκατέλειψαν ποτέ τις βλέψεις τους στην Νορμανδία, εξακολουθώντας έστω και τυπικά να έχουν τον τίτλο του δούκα.
Στην διάρκεια του εκατονταετούς πολέμου, το ενδιαφέρον των Άγγλων για την Νορμανδία αναζωπυρώθηκε, καθώς ήταν ένας από τους κυριότερους στόχους τους. Τελικά, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Ε' κατέλαβε την Ρουέν (1419) με το μεγαλύτερο τμήμα των Νορμανδικών εδαφών. Οι Άγγλοι την κράτησαν στην κατοχή τους για μια περίπου δεκαετία, οπότε με την μάχη του Πατάι, την ανακατάληψη των Γαλλικών εδαφών με την Ιωάννα της Λωρραίνης, και την στέψη του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Ζ' (1429) η Νορμανδία επανήλθε στους Γάλλους.
Οι Άγγλοι ποτέ δεν σταμάτησαν να διεκδικούν τα δικαιώματα τους στην Νορμανδία κάτι που φάνηκε και το 1801 όπου ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Γ' κηρύσσοντας την ένωση Αγγλίας - Ιρλανδίας έθεσε αξιώσεις και για την Νορμανδία. Στη Νορμανδία έγινε η τελική μάχη που έκρινε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και η συντριβή των Ναζιστικών δυνάμεων του Χίτλερ στο Δυτικό μέτωπο.
Η απόβαση πραγματοποιήθηκε σε πέντε Νορμανδικές παραλίες, που έφεραν τα κωδικά ονόματα "Utah beach" (ΗΠΑ), Omaha Beach (ΗΠΑ), Gold Beach (Βρετανία) Sword Beach (Βρετανία) και Juno Beach (Καναδάς). Την εποχή που έγινε η Απόβαση της Νορμανδίας, οι Σύμμαχοι είχαν ήδη σημειώσει αρκετές σημαντικές νίκες στο Ανατολικό Μέτωπο και στην Ιταλία. Η επέμβαση κρινόταν αναγκαία σύμφωνα με την γνώμη του Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ώστε να τερματιστεί ο αιματηρός Β' παγκόσμιος πόλεμος.
Ύστερα από πρόταση του υποστράτηγου Φρέντερικ Μόργκαν επελέγη ως τόπος της απόβασης η Νορμανδία. Η Απόβαση της Νορμανδίας πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 6 Ιουνίου 1944. Η μάχη της Νορμανδίας, που ακολούθησε την απόβαση, ενώ προβλεπόταν να κρατήσει μόλις λίγες εβδομάδες κράτησε τρεις μήνες λόγω της σκληρότατης αντίστασης των Γερμανών, που πολέμησαν μέχρι θανάτου, και είχαν πάνω από 400.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν επίσης 37.000 νεκρούς και 100 - 150.000 αγνοούμενους και τραυματίες.
Στις 16 Αυγούστου 1944 ο Αδόλφος Χίτλερ διέταξε οριστική οπισθοχώρηση ενώ η μάχη τελείωσε 4 μέρες αργότερα στο θύλακα της Φαλέζ, όπου 150.000 στρατιώτες του Άξονα περικυκλώθηκαν από συμμαχικά στρατεύματα και 50.000 από αυτούς σκοτώθηκαν ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Στις 15 Αυγούστου 1944 συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Νότια Γαλλία και, στις 25 Αυγούστου, ο Γάλλος στρατηγός Σαρλ ντε Γκώλ εισήλθε θριαμβευτής στο Παρίσι.
Η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων είχε σημαντικό κόστος για τους κατοίκους της Νορμανδίας: 20.000 κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, ενώ από βομβαρδισμούς και μάχες καταστράφηκαν, μερικά ή ολικά, ολόκληρες πόλεις και χωριά.
Το Τείχος του Ατλαντικού (Atlantikwall) ήταν μια εκτεταμένη σειρά παράκτιων οχυρωματικών έργων που κατασκευάστηκαν από τη Ναζιστική Γερμανία κατά το χρονικό διάστημα από το 1942 έως το 1944. Τα έργα κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το μήκος των ακτών της δυτικής Ευρώπης και αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της αναμενόμενης απόβασης των Συμμάχων σε αυτήν με ορμητήριο τη Μεγάλη Βρετανία.
Ιστορικό Υπόβαθρο
Τον Μάιο του 1940 η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία και έθεσε υπό την κατοχή και τον έλεγχό της τις ακτές ολόκληρου του βόρειου τμήματος της χώρας. Στη Γαλλία υπήρχε και Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο συγκεντρώθηκε στη Δουνκέρκη και με την επιχείρηση "Ντιναμό" κατάφερε να διασωθεί, χάνοντας μόνο τον εξοπλισμό του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα ερχόταν σε συνεννόηση με τους Βρετανούς, οι οποίοι όμως απέρριψαν την πρόταση. Μη μπορώντας να υλοποιήσει την πρόθεσή του να εισβάλει στη Βρετανία, αναγκάστηκε να διατηρήσει αμυντική στάση κατά μήκος των Ευρωπαϊκών ακτών.
Το καλοκαίρι του 1941 ο Χίτλερ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση. Χρησιμοποίησε πολύ μεγάλες δυνάμεις για την εισβολή αυτή με συνέπεια να απογυμνώσει σχεδόν τη δυτική Ευρώπη, όπου απέμειναν περίπου μια δωδεκάδα μεραρχιών. Καθώς οι Γερμανοί αξιωματικοί πίστευαν ότι οι Σύμμαχοι θα πραγματοποιούσαν απόβαση στη δυτική Ευρωπαϊκή ακτή ώστε να υποχρεώσουν τον Χίτλερ να αποσύρει δυνάμεις από το Ανατολικό μέτωπο ανακουφίζοντας έτσι τις Σοβιετικές δυνάμεις. Οι φόβοι αυτοί ενισχύθηκαν όταν το Δεκέμβριο του 1941 οι ΗΠΑ κήρυξαν πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, ύστερα από το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ.
Ο Χίτλερ, ακολουθώντας το σύμφωνο που είχε συνάψει με την Ιαπωνία, κήρυξε με τη σειρά του πόλεμο κατά των ΗΠΑ. Με στόχο να παρεμποδίσουν παρόμοια ενέργεια οι Γερμανοί άρχισαν να κατασκευάζουν μια σειρά από οχυρωματικά έργα αρχικά κατά μήκος των Γαλλικών ακτών που ήσαν πλησιέστερα προς τη Βρετανία. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους Βρετανούς, οι οποίοι αποπειράθηκαν να αχρηστεύσουν τις δεξαμενές επισκευών του Γαλλικού λιμένα στον Ατλαντικό Σεν Ναζέρ.
Στόχος των Βρετανών ήταν να μη διαθέτουν οι Γερμανοί ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις για τα μεγάλα σκάφη επιφανείας, όπως το Τίρπιτς, στον Ατλαντικό αλλά να υποχρεώνονται να καταφεύγουν σε εγκαταστάσεις της Γερμανίας. Η επιχείρηση αυτή σημείωσε επιτυχία, καθώς η δεξαμενή αχρηστεύτηκε με τη βύθιση (με έκρηξη) του παλαιού αντιτορπιλικού HMS Campbeltown. Στοίχισε όμως στους Βρετανούς απώλειες σε υλικό και άνδρες: 18 μικρότερα σκάφη βυθίστηκαν, και μόνο 228 άνδρες επέστρεψαν στη Βρετανία. 169 σκοτώθηκαν και 215 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Ύστερα από αυτό το γεγονός ο Χίτλερ εξέδωσε τη διαταγή Νο 40, με την οποία σηματοδοτούσε την επίσημη έναρξη κατασκευής του Τείχους του Ατλαντικού. Αρχικά οι οχυρώσεις κάλυπταν τις περιοχές γύρω από τα Γαλλικά λιμάνια. Τον Αύγουστο του 1942 οι Καναδοί, υποστηριζόμενοι από Βρετανούς κομμάντος και δυνάμεις των Ελεύθερων Πολωνών προσπάθησαν να αποβιβαστούν στη Διέππη.
Η προσπάθεια αυτή συνετρίβη και οι συμμαχικές απώλειες ήταν σημαντικές: 3.367 Καναδοί νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι, 275 Βρετανοί κομμάντος και 550 Βρετανοί ναυτικοί. Από πλευράς υλικού οι Βρετανοί έχασαν 33 αποβατικά σκάφη, ένα αντιτορπιλικό και 106 αεροσκάφη της RAF. Οι Γερμανοί έχασαν 591 άνδρες και 48 αεροσκάφη. Ύστερα και από αυτή την προσπάθεια, οι Γερμανικές προσπάθειες εντάθηκαν. Οι οχυρώσεις άρχισαν, από το 1943, να επεκτείνονται κατά μήκος ολόκληρης της ακτογραμμής.
Η πραγματική κατασκευή ξεκίνησε την άνοιξη του 1942 και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε η Οργάνωση Τοτ. Ανάμεσα στα έργα περιλαμβάνονταν εκτεταμένα ναρκοπέδια, τείχη από μπετόν, οχυρά και πολυβολεία από το ίδιο υλικό καθώς και οχυρωμένες θέσεις μεγάλων πυροβόλων, φράκτες από συρματόπλεγμα, φλογοβόλα και εκτεταμένα αντιαρματικά εμπόδια Ήδη από το φθινόπωρο του 1942 η Γερμανική προπαγάνδα έκανε λόγο για το "Φρούριο Ευρώπη" (Festung Europa) και, ενώ αρχικά προτεραιότητα είχε δοθεί στις περιοχές απέναντι από τη Βρετανία, η προσπάθεια επεκτάθηκε από τις ακτές της Νορβηγίας μέχρι τα σύνορα της Γαλλίας με την Ισπανία.
Ακόμη και για τους πλέον αδαείς γινόταν αντιληπτό ότι μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν παντελώς αδύνατο να ολοκληρωθεί, όχι μόνο γιατί έλειπαν εργατικά χέρια αλλά, και κυρίως, γιατί έλειπαν τα υλικά. Για παράδειγμα, οι μέσες ανάγκες στον τομέα της 343ής Μεραρχίας Πεζικού, το 1943, ήταν 40 τρένα με μπετόν. Από αυτά έγινε δυνατό να παραδοθούν μόνον 20 τόσο λόγω έλλειψης πρώτων υλών όσο και των δυσχερειών μεταφοράς που προκαλούσαν οι συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές και, αργότερα, οι Γάλλοι αντάρτες.
Σημαντικό εμπόδιο αποτελούσε, επίσης, η ασυνεννοησία μεταξύ των Γερμανικών δυνάμεων. Το Ναυτικό είχε ζητήσει να οχυρωθούν με μπετόν μέχρι και οι τουαλέτες στις ναυτικές εγκαταστάσεις, τη στιγμή που για τις οχυρωματικές εγκαταστάσεις στην ακτή δεν υπήρχε μπετόν διαθέσιμο. Η κατάσταση άλλαξε πολύ αργά, μόνο στα τέλη του 1943. Ένα επιπλέον πρόβλημα ήταν η αδυναμία παροχής επαρκούς καμουφλάζ στις κατασκευές.
Παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί είχαν αναγνωρίσει έγκαιρα το πρόβλημα, δεν κατάφεραν να το λύσουν με επιτυχία - πώς θα μπορούσαν να κρύψουν από τα εχθρικά αναγνωριστικά τις τάφρους με νερό και τις κατασκευές οχυρωμένων καταφυγίων; Περιορίστηκαν στο να λάβουν υπόψη τους ότι οι Σύμμαχοι θα γνώριζαν τις θέσεις των οχυρωματικών τους έργων.
Ακρογωνιαίους λίθους του Τείχους αποτέλεσαν τα κατειλημμένα Βρετανικά νησιά της Μάγχης, οι βάσεις των υποβρυχίων και ορισμένα πολύ σημαντικοί λιμένες, οι οποίοι απέκτησαν σημαντικές οχυρώσεις εν είδει φρουρίων, ονομάστηκαν μάλιστα "φρούρια" (Festungen) λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους ως πιθανοί στόχοι ενδεχόμενης απόβασης. Οι παράκτιες πυροβολαρχίες απαρτίσθηκαν από πυροβόλα 28 διαφορετικών διαμετρημάτων, από 7,5 εκ. έως 40,6 εκ.
Λόγω της ανεπάρκειας νέων πυροβόλων, χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα προερχόμενα από παροπλισμένα σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού αλλά και προερχόμενα ως λεία παλαιότερων επιχειρήσεων από τη Γαλλία, την Τσεχία ακόμη και Σοβιετικά πυροβόλα καθώς και παλαιά απομεινάρια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση (OKH, Oberkommando des Heeres) ανέμενε πιθανή απόβαση στις περιοχές που παρουσίαζαν μεγαλύτερη εγγύτητα προς τις Βρετανικές ακτές. Για το λόγο αυτό τα ισχυρότερα οχυρά κατασκευάστηκαν στην περιοχή αυτή, ενώ οι πιο απομακρυσμένες περιοχές έμειναν είτε ανεπαρκώς οχυρωμένες είτε και ολοσχερώς ανοχύρωτες. Αυτό συνέβη στην περιοχή του κόλπου του Σηκουάνα, μεταξύ Χάβρης και Σερμπούρ, περιοχή την οποία κάλυπταν μόνο 47 πυροβολαρχίες, σε αντίθεση με την πολύ λιγότερο ευρεία περιοχή του Πα ντε Καλαί, την οποία κάλυπταν 132 πυροβολαρχίες.
Στα τέλη του 1943 ο Χίτλερ επαναφέρει στην ενεργό υπηρεσία τον Στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ και του αναθέτει την αρχηγία της ομάδας Στρατιών Β' μαζί με την ευθύνη της άμυνας της Νορμανδίας, η οποία περιλάμβανε την επίβλεψη του Τείχους του Ατλαντικού στην περιοχή. Ο Ρόμελ έκανε μια περιοδεία στις εγκαταστάσεις της περιοχής ευθύνης του, τις οποίες βρήκε εντελώς ανεπαρκείς. Ο Στρατάρχης αποφάσισε να βελτιώσει τις οχυρώσεις της περιοχής του: Κάποια οχυρά ενισχύθηκαν, οι φράκτες συρματοπλεγμάτων βελτιώθηκαν, τα ναρκοπέδια μεγάλωσαν και ενισχύθηκαν, ενώ στις ακτές τοποθετήθηκαν κάθε τύπου και είδους αντιαρματικά και αντιαποβατικά εμπόδια.
Οι επίπεδοι αγροί πλημμύρισαν με νερά και εμφυτεύτηκαν με στύλους, ώστε να μην είναι δυνατή η χρήση τους ως πρόχειρων αεροδρομίων ούτε ως πεδίων προσεδάφισης αλεξιπτωτιστών. Πρόκειται για τα περίφημα "Σπαράγγια του Ρόμελ" (Rommelspargel). Ο Ρόμελ αντιλήφθηκε - και ορθά - ότι οι οχυρώσεις των οποίων είχε οριστεί υπεύθυνος δεν επρόκειτο να σταματήσουν μια μεγάλης κλίμακας οργανωμένη απόβαση. Το μέγιστο που μπορούσε να ελπίζει ήταν πως τα αμυντικά αυτά έργα θα μπορούσαν να καθυστερήσουν τους εισβολείς και να προκαλέσουν σημαντική σύγχυση στις δυνάμεις τους.
Είχε την άποψη ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στους αποβιβαζόμενους να εγκαταστήσουν κάποιο προγεφύρωμα γιατί, αν το επιτύγχαναν, από εκεί θα μπορούσαν να εμπλέξουν στη σύγκρουση σχεδόν απεριόριστες δυνάμεις τόσο σε άνδρες όσο και σε υλικό. Αυτό που επιδίωκε ο Ρόμελ ήταν η άμεση αντιμετώπιση των εισβολέων από τα στρατεύματά του και ιδιαίτερα από τις θωρακισμένες μονάδες του. Πεποίθησή του ήταν ότι οι Σύμμαχοι έπρεπε να αντιμετωπιστούν και να ηττηθούν στην ακτή, διαφορετικά η υπόθεση έπρεπε να θεωρηθεί χαμένη.
Ωστόσο, ο Ρόμελ είναι πολύ αισιόδοξος. Οι δυνάμεις που διοικεί πολύ απέχουν από το να χαρακτηριστούν "αξιόλογες". Οι περισσότερες μεραρχίες του περιλαμβάνουν στρατιώτες ελαφρά ακρωτηριασμένους σε άλλα πεδία μαχών, άνδρες που πάσχουν από αναπνευστικές, οπτικές, ακουστικές και άλλου τύπου διαταραχές, ενώ οι αξιωματικοί τους είναι μονόφθαλμοι, μονόχειρες, χωλοί και η μέση ηλικία τους είναι από 50 έως 60. Η 70ή Μεραρχία αποτελείται εξ ολοκλήρου από άνδρες που πάσχουν από το στομάχι τους και χρειάζονται ειδική τροφή και ψωμί διαίτης.
Στις αντιλήψεις του Ρόμελ αντιτίθεται τόσο ο γενικός διοικητής των στρατευμάτων της Δύσης Γκερντ φον Ρούντστεντ όσο και ο διοικητής των θωρακισμένων Γκέιρ φον Σβέππενμπουργκ. Και οι δύο (ιδιαίτερα ο δεύτερος) πιστεύουν ότι η απόβαση στη Δύση θα εξελιχθεί σε μια μεγάλη μάχη θωρακισμένων, που θα κρίνει και την έκβαση της επιχείρησης. Κανείς δεν δικαιώνεται. Ο Φύρερ θα διευθύνει προσωπικά τη μάχη της Δύσης. Σε ένα σημείο, ωστόσο, οι αντιλήψεις του συμφωνούν με αυτές του Ρόμελ:
Ενώ στο αχανές ανατολικό μέτωπο είναι μέχρις ενός σημείου παραδεκτή η απώλεια εδάφους, στη δύση αυτό είναι απολύτως απαράδεκτο. Τα Γερμανικά στρατεύματα δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουν και να παραχωρήσουν "ούτε μια σπιθαμή γης". Για τον απόλυτο αυτό στόχο, υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Οι βάσεις εκτόξευσης των ιπτάμενων βλημάτων V1, V2 και (αργότερα) V3 βρίσκονται κοντά στη Βρετανία και απώλειά τους σημαίνει απώλεια ενός σημαντικού - κατά τον Φύρερ - όπλου της Γερμανίας.
Ο Ρόμελ έρχεται, επίσης, αντιμέτωπος με την πραγματικότητα σχετικά με τα υλικά κατασκευής και τα αποτελέσματα της έλλειψής τους. Ενώ ο Χίτλερ είχε ζητήσει ως το τέλος του 1943 η οργάνωση Τοτ να έχει έτοιμα 15.000 σημεία οχυρωμένα με μπετόν, μόλις τα 5.000 είχαν ετοιμαστεί μέχρι σχεδόν τα μέσα του 1944. Στέγαστρο για τα περισσότερα πυροβόλα δεν είχε κατασκευαστεί, έλειπαν τα υλικά για την κατασκευή ναρκών. Ο Ρόμελ καταφεύγει στη φαντασία του και δεν κάνει καμία οικονομία ούτε στις δυνάμεις του ούτε στις προσπάθειές του.
Κατασκευάζει εμπόδια από ξύλο (λείπει ο χάλυβας), τα εμφυτεύει στις παραλίες που πλημμυρίζουν από την πλημμυρίδα και τα εφοδιάζει με ατσάλινες λεπίδες, ώστε να σκίζουν τα ύφαλα των αποβατικών. Χρησιμοποιεί παλαιές σιδηροτροχιές για να κατασκευάσει ένα τύπο αντιαρματικών εμποδίων. Ζητά να κατασκευαστούν περίπου 300 εκατομμύρια νάρκες για να μετατρέψει τις παραλίες σε θανατηφόρα ναρκοπέδια. Πετυχαίνει το ένα εκατοστό απ' αυτές.
Μόνο 2 - 3 εκατ. νάρκες είναι διαθέσιμες, δεν υπάρχουν ούτε μέταλλα ούτε, κυρίως, εκρηκτικές ύλες για τη γόμωσή τους. Οι προσπάθειες και οι συνεχείς, πυρετώδεις μετακινήσεις του Ρόμελ περιγράφονται αναλυτικά από τον Υποναύαρχο Φρίντριχ Ρούγκε (Friedrich Ruge) και τον υποστράτηγο Ντιμ (Dihm), βοηθούς του Στρατάρχη, σε κατάθεση που έδωσαν ανακρινόμενοι από τις Αμερικανικές δυνάμεις. Εκτός από τα υλικά έχουν αρχίσει να λείπουν και τα εργατικά χέρια.
Η οργάνωση Τοτ δεν ασχολείται μόνο με το Τείχος του Ατλαντικού, έχει επιφορτιστεί και με τις βάσεις εκτόξευσης των ιπταμένων βομβών αλλά και με το δυσχερέστατο έργο της συντήρησης του σιδηροδρομικού δικτύου και της αποκατάστασης των ζημιών που προκαλούν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Κάποιες μεγάλες μονάδες "εμπλουτίζονται" με τάγματα μηχανικού και επιστρατεύεται ακόμη και η δύναμη των 2.850 ανδρών από τη Γαλλική Υπηρεσία Εργασίας.
Μια μόνον εργατική δύναμη απομένει. Αυτή των ίδιων των στρατιωτών του Πεζικού, που "επιστρατεύονται" για την εκτέλεση εργασιών οχύρωσης. Ως συνέπεια δεν εκτελούν ασκήσεις και το αξιόμαχο των μονάδων τους μειώνεται σημαντικά. Τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά. Η 709η Μεραρχία, που καλύπτει ένα τμήμα της Νορμανδικής παραλίας διαθέτει ένα μόνο οχυρό από μπετόν, έναντι 42 που προβλέπονταν.
Ένα φρούριο μπορεί να αντιμετωπίσει τις επίγειες δυνάμεις. Πώς θα αντιμετωπίζονταν, όμως, οι υπόλοιπες; Για το Ναυτικό είχαν προβλεφθεί παράκτιες πυροβολαρχίες, καθώς το Kriegsmarine δεν προβλεπόταν να συμμετάσχει, για τον απλό λόγο ότι δε διέθετε πλέον σκάφη επιφανείας. Τα μεγαλύτερα σκάφη του ήταν τα (ελάχιστα και αυτά) αντιτορπιλικά. Για την Αεροπορία χρειάζονταν αντιαεροπορικά και αεροσκάφη. Και ο μεν Άλμπερτ Σπέερ είχε καταφέρει να αυξήσει την παραγωγή αεροσκαφών, αλλά τα αεροσκάφη χρειάζονται πιλότους και καύσιμα.
Η Λουφτβάφε δεν διαθέτει πλέον ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η αυξανόμενη έλλειψη καυσίμων αναγκάζει τους υποψήφιους πιλότους να εκπαιδεύονται από 100 έως 50 ώρες μόνον, λόγω ελλείψεως καυσίμων. Τα εκπαιδευτικά ατυχήματα εξισώνονται σχεδόν με τις πολεμικές απώλειες. Η Λουφτβάφε λάμπει δια της απουσίας της στο δυτικό μέτωπο. Η συμμαχική υπεροπλία σε θάλασσα και αέρα θεωρείται από τους Γερμανούς δεδομένη.
Επιπλέον, ο "πρώτος διδάξας" του κεραυνοβόλου πολέμου με αλεξιπτωτιστές, ο Χίτλερ, δε λαμβάνει καθόλου υπόψη του την ύπαρξή τους στο αντίπαλο στρατόπεδο, παρά το γεγονός ότι ο πιστός του Άλφρεντ Γιοντλ του το υπέδειξε, προτείνοντας να δοθεί βάθος στην παράκτια άμυνα της χερσονήσου του Κοταντέν για ενδεχόμενη απόβαση αερομεταφερομένων δυνάμεων.
Ο Ρόμελ δεν είχε υπό την εποπτεία και τη διοίκησή του παρά μόνο την επίβλεψη και επαρκή οργάνωση της κατασκευής του Τείχους. Η διοίκησή του είχε διαμοιραστεί σε οκτώ τομείς:
Στρατιωτική Διοίκηση Νορβηγίας
Διοίκηση δυνάμεων Δανίας
Διοίκηση Γερμανικού Κόλπου
Διοίκηση της Βέρμαχτ στην Ολλανδία
Ανώτατη διοίκηση 15 (Ζώνη 15ης Στρατιάς)
Ανώτατη διοίκηση 7 (Ζώνη 7ης Στρατιάς)
Ανώτατη διοίκηση 1 (Ζώνη 1ης Στρατιάς)
Ανώτατη διοίκηση 9 (Ζώνη 19ης Στρατιάς)
Η πολυδιάσπαση αυτή είχε επιβληθεί από τον ίδιο το Χίτλερ, που, όπως προαναφέρθηκε, θέλησε να διοικήσει ο ίδιος τα στρατεύματα που μετείχαν στο δυτικό μέτωπο.
Σημαντικότερες Οχυρώσεις
Σερμπούρ: Το κύριο λιμάνι της Νορμανδίας είχε οργανωθεί άριστα και ο διοικητής στρατηγός Καρλ Βίλχελμ φον Σλίμπεν (Karl-Wilhelm von Schlieben) διέθετε 47.000 άνδρες στη χερσόνησο του Κοταντέν. Το λιμάνι είχε υπονομευθεί και πριν παραδοθεί οι κεντρικές εγκαταστάσεις του ανατινάχθηκαν. Επανήλθε σε μερική λειτουργία τον Αύγουστο του 1944.
Σαιν-Μαλό: Με διοικητή τον συνταγματάρχη Αντρέας φον Άουλοκ (Andreas Maria Karl von Aulock) που διέθετε 12.000 άνδρες συνολικά αντιστάθηκε, στο οχυρωμένο νησάκι Σεζάμπρ (Cézembre) και μετά την κατάληψη του κυρίως λιμένα για να παραδοθεί λόγω ελλείψεως πυρομαχικών στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Ο φον Άουλοκ, όταν αρχικά του ζητήθηκε να παραδοθεί ύστερα από την απόβαση, απάντησε πως θα υπερασπίσει το Σαιν-Μαλό "ως την τελευταία του πέτρα".
Άλντερνεϊ (Alderney): Το βορειότερο από τα νησιά της Μάγχης ήταν τόσο άρτια οχυρωμένο ώστε παραδόθηκε μόνον ύστερα από την παράδοση της Γερμανίας (8/5/1945).
Βρέστη: Πολύ καλά οχυρωμένη, άντεξε υπό το στρατηγό Χέρμαν Ράμκε (Hermann-Bernhard Ramcke) ως τις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Το λιμάνι καταστράφηκε ολοσχερώς.
Λοριάν, Σεν Ναζέρ, Λα Ροσέλ (στην παρακείμενη Λα Παλίς) (βάσεις των Γερμανικών υποβρυχίων στη Γαλλία): Παραδόθηκαν μόνον ύστερα από την παράδοση της Γερμανίας (8/5/1945).
Χάβρη: Παραδόθηκε ύστερα από τρεις ημέρες σκληρών μαχών με το λιμάνι ημικατεστραμμένο, στις 14/9/1944. Το λιμάνι επαναλειτούργησε τον Οκτώβριο του 1944.
Βουλώνη: Εχθροπραξίες άρχισαν στις 7 Σεπτεμβρίου, παραδόθηκε στις 22/9/1944, το λιμάνι λειτούργησε ξανά τον Οκτώβριο.
Δουνκέρκη: Αν και απομονώθηκε από τις 13 Σεπτεμβρίου 1944, παραδόθηκε μόνον ύστερα από την παράδοση της Γερμανίας (8/5/1945).
Καλαί: Οι παράκτιες πυροβολαρχίες παραδόθηκαν στα μέσα Σεπτεμβρίου, το Καλαί και το Καπ Γκρι-Νε στις 30 Σεπτεμβρίου.
Οι λιμένες Μάλμπερι (Mulberry Harbours) ήταν δύο προκατασκευασμένοι προσωρινοί λιμένες που κατασκευάστηκαν από τους Βρετανούς σε δύο από τις παραλίες της απόβασης της Νορμανδίας το 1944. Κύριος σκοπός των λιμένων αυτών ήταν η από θαλάσσης υποστήριξη των αποβιβασμένων δυνάμεων με πολεμικό υλικό, καύσιμα και τρόφιμα.
Ένα βασικό πρόβλημα της μεταφοράς - κυρίως του υλικού - ήταν η έλλειψη κατάλληλων λιμένων στην περιοχή. Οι μεγάλοι λιμένες (Σερμπούρ, Χάβρη, Καλαί) της Νορμανδίας κατέχονταν από τους Γερμανούς και ήταν ουτοπικό να ζητηθεί η κατάληψή τους (σε καλή κατάσταση) πριν ή κατά την απόβαση, καθώς μάλιστα το Σερμπούρ και η Χάβρη είχαν άριστα οργανωθεί αμυντικά.
Αποφασίστηκε, λοιπόν, ύστερα από ιδέα του Τσώρτσιλ, η κατασκευή δύο "προκατασκευασμένων" λιμανιών, τα οποία ονομάστηκαν "Λιμένες Μάλμπερι" (Mulberry harbours). Ένα στην Παραλία Όμαχα (Μάλμπερι "Α") και ένα στην Αρρομάνς (Παραλία Γκολντ) (Μάλμπερι "Β"). Η ιδέα ήταν απλή. Τα προκατασκευασμένα πλωτά μεταλλικά τμήματα θα ρυμουλκούνταν μέχρι τις Γαλλικές ακτές και εκεί θα στερεώνονταν με τη βοήθεια μπετονένιων τμημάτων και θα συνδέονταν με μεταλλικούς διαδρόμους με την ακτή.
Η υπερδομή θα προστίθονταν αργότερα. Απαιτούμενος χρόνος κατασκευής. Μόλις δύο εβδομάδες. Η δυναμικότητα καθενός υπολογίστηκε ίση με αυτή του λιμένα του Ντόβερ. Τα λιμάνια αυτά πράγματι κατασκευάστηκαν, αλλά στις 19 Ιουνίου 1944 μια μεγάλης έντασης θύελλα κατέστρεψε μεγάλα τους τμήματα. Στην Αμερικανική ζώνη αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του, στη Βρετανική ζώνη επισκευάστηκε και συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων.
Αρχικός Σχεδιασμός
Έχοντας ως παράδειγμα την τραγική κατάληξη της επιδρομής της Διέππης το 1942, οι Σύμμαχοι είχαν αντιληφθεί ότι η απλή αεροπορική υπεροχή και υποστήριξη στις αποβατικές δυνάμεις κατά την απόβαση της Νορμανδίας κάθε άλλο παρά ικανοποιητική μπορούσε να χαρακτηριστεί. Οι Γερμανοί είχαν οργανώσει το Τείχος του Ατλαντικού, η άμυνα του οποίου θα μπορούσε να εξουδετερωθεί μόνο με επαρκή αριθμό μάχιμων μονάδων, που θα διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό και θα μπορούσαν να τροφοδοτούνται με αδιάλειπτους ρυθμούς.
Ήταν εμφανές ότι αυτό θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνον από τη θάλασσα, αλλά οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει άψογα τους δύο μεγαλύτερους και κύριους λιμένες της Νορμανδίας, το Σερμπούρ και την Χάβρη. Λόγω αυτών των οχυρώσεων (που κάλυπταν τους λιμένες και τις λιμενικές εγκαταστάσεις) οι Σύμμαχοι όφειλαν να εξετάσουν άλλους τρόπους προώθησης των τεράστιων ποσοτήτων υλικού που απαιτούσε η (ενδεχόμενη τότε) απόβαση στη Νορμανδία, ειδικά κατά τις πρώτες ημέρες της απόβασης.
Έτσι, οι Βρετανοί, ήδη από το 1941, είχαν συστήσει μια μικρή ομάδα μηχανικών, υπό την επωνυμία "Transportation 5 (συντομογραφικά Tn5) που είχε ως αρχικό αντικείμενο την ανάπτυξη μεθόδων για την ταχεία αποκατάσταση κατεστραμμένων λιμένων. Οι Βρετανοί πρότειναν να "μεταφέρουν" το δικό τους λιμάνι μαζί με τις αποβατικές δυνάμεις. Το σχέδιο έτυχε της υποστήριξης του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ. Έχοντας, έτσι, την πρωθυπουργική υποστήριξη, η κατασκευή των τεχνητών φορητών λιμένων ξεκίνησε άμεσα στη Βρετανία.
Στο σχέδιο ενεπλάκη, επίσης, ο καθηγητής Μπέρναλ (J. D. Bernal), ο οποίος αργότερα βοήθησε σημαντικά στον τελικό σχεδιασμό του τεχνητού λιμένα. Ο Μπέρναλ βοηθήθηκε σημαντικά από τον Άλαν Μπέκετ (Allan Beckett), του οποίου το σχέδιο για την κατασκευή κίνησης οχημάτων στον φορητό λιμένα "προκρίθηκε" έναντι των άλλων. Φυσικά, σε μια κατασκευή παρόμοιας πολυπλοκότητας και μεγέθους, είναι ουτοπικό να αναζητηθεί η πατρότητα του τελικού αποτελέσματος σε έναν άνθρωπο μπορούν μόνο να αναφέρονται όσοι εξέφρασαν τις κεντρικές ιδέες της συνολικής κατασκευής.
Από τα αρχικά σχέδια που υποβλήθηκαν, τρία επιλέχτηκαν για επιπλέον αξιολογήσεις στην πράξη.
- Το πρώτο, δημιουργία του υπουργείου Πολέμου, προέβλεπε εύκαμπτες κατασκευές, υπό μορφή πλωτών γεφυρών όπως αυτές που κατασκεύαζε το σώμα Μηχανικού, στηριγμένες σε ζεύγματα από ατσάλι ή μπετόν, με αποβάθρες που είχαν ρυθμιζόμενα σκέλη στήριξης, ώστε να αντεπεξέρχονται στις διαφορές στάθμης του νερού κατά τις παλίρροιες.
- Το δεύτερο σχέδιο είχε υποβληθεί από το Βρετανικό Ναυαρχείο και προέβλεπε εύκαμπτες πλωτές κατασκευές από ξύλο και καννάβινο πανί, τα επιμέρους τμήματα των οποίων θα συναρμολογούνταν με τη βοήθεια συρματόσχοινων.
- Το τρίτο σχέδιο, που είχε υποβάλει ο Χιουζ, προέβλεπε χρήση μεταλλικών "γεφυρών" που θα στηρίζονταν σε μπετονένια στηρίγματα, θα ρυμουλκούνταν στις προβλεπόμενες θέσεις και θα ποντίζονταν εκεί. Αρχικά κανένα σχέδιο δεν περιλάμβανε τη δημιουργία κυματοθραυστών. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν παραλίες δοκιμών παρόμοιων με τις παραλίες της Νορμανδίας.
Μετά από εξαντλητικές έρευνες επιλέχτηκε η παραλία του Ουίγκταουν στην περιοχή Σόλγουεϊ Φερθ (Solway Firth) στη Σκωτία, με παραπλήσιο λιμένα της κωμόπολης Γκάρλιεστον (Garlieston) και ολόκληρη η παραλία από την κωμόπολη ως την τοποθεσία Άιλ οφ Ουίτχορν (Isle of Whithorn, που στην πραγματικότητα δεν είναι νησί, παρά το όνομά της) αποκλείστηκε από όλους, εκτός από τους αλιείς του Γκάρλιεστον.
Οι εργασίες ξεκίνησαν με τη δημιουργία ενός στρατοπέδου στο Κερνχεντ (Cairnhead), για να εξασφαλιστεί η διαμονή των μηχανικών που θα εργάζονταν στο πρόγραμμα δοκιμών και επιπλέον 200 ανδρών για τις εργασίες. Ο αρχικός σχεδιασμός, όπως προαναφέρθηκε, δεν προέβλεπε προστατευτικούς κυματοθραύστες. Αυτό όμως προϋπέθετε την εγκατάσταση των λιμένων σε περιοχές με ήρεμα νερά. Ωστόσο δημιουργήθηκαν δύο "τρόποι" για την αντιμετώπιση τυχόν ισχυρού κυματισμού.
Ο πρώτος συνίστατο στην πόντιση διάτρητων σωλήνων μέσω των οποίων διοχετευόταν πεπιεσμένος αέρας, ο οποίος δημιουργούσε φυσαλίδες ικανές να ανακόψουν τον κυματισμό και ο δεύτερος ήταν η κατασκευή κανάβου από μεγάλους σάκους με συνολικό "πάχος" επτά μέτρων. Οι σάκοι γεμίζονταν με αέρα σε χαμηλή πίεση και απορροφούσαν την ενέργεια του κυματισμού, καθώς αυτή τους συμπίεζε.
Κατά τον τελικό σχεδιασμό αποφασίστηκε η κατασκευή δύο τέτοιων λιμένων. Ο ένας προοριζόταν για τον Αμερικανικό τομέα επιχειρήσεων στην παραλία Όμαχα και επονομάστηκε "Α" και ο άλλος θα κάλυπτε τις ανάγκες του Βρετανοκαναδικού τομέα επιχειρήσεων, στην ακτή της Αρρομάνς. Αρχικά επονομάστηκε "Β" αλλά έλαβε το προσωνύμιο "Winston" (από το όνομα του Τσώρτσιλ). Τελικά αποφασίστηκε η δημιουργία και κυματοθραυστών, καθώς κρίθηκαν απαραίτητοι. Μια ομάδα θα ποντιζόταν στο μέσο της θάλασσας και μια ομάδα παράκτια.
Θα αποτελούνταν από μπετονένια μπλοκ με σιδερένιο οπλισμό αλλά για επιπλέον προστασία θα χρησιμοποιούνταν και 70 άχρηστα ή πεπαλαιωμένα σκάφη, εμπορικά ή πολεμικά, ώστε να καλύψουν τα κενά που θα εμφανίζονταν ανάμεσα στα μπλοκ. Στην όλη διαδικασία του τελικού σχεδιασμού ο Χιουζ συμμετείχε ως σύμβουλος, προσκεκλημένος από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ.
Καθένας από τους τεχνητούς λιμένες θα διέθετε συνολικά έξι μίλια από εύκαμπτους χαλύβδινους δρόμους πρόσβασης, στηριγμένους σε ζεύγματα από μπετόν. Οι "δρόμοι" αυτοί επονομάστηκαν "φάλαινες" (whales) ενώ τα μπετονένια ζεύγματα "σκαθάρια" (beetles). Οι δρόμοι κατέληγαν σε γιγαντιαίες προβλήτες στην (αμμώδη) ακτή. Τα απαιτούμενα υλικά ήταν τεράστια σε ποσότητα. Για κάθε λιμένα χρειάζονταν 144.000 τόνοι μπετόν, 85.000 τόνοι έρματος και 106.000 τόνοι χάλυβα
Μελέτες Εγκατάστασης
Η επιτυχία της όλης επιχείρησης στηριζόταν σε επακριβείς και λεπτομερείς τοπογραφικές πληροφορίες τόσο σχετικά με τις παραλίες εγκατάστασης όσο και σχετικά με τις μικρές παράκτιες Γαλλικές πόλεις. Ως πρώτο βήμα λήφθηκαν αεροφωτογραφίες, αλλά η Βρετανική κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια του απλού κόσμου, προκειμένου να ληφθούν λεπτομερέστερες πληροφορίες. Κάθε φωτογραφία που είχαν λάβει Βρετανοί πολίτες κατά τις διακοπές τους στις Γαλλικές παραλίες και κάθε καρτ-ποστάλ ήταν πολύτιμη.
Και πάλι, όμως, οι πληροφορίες κρίθηκαν ανεπαρκείς, καθώς οι τοπικές συνθήκες, όπως η επιφανειακή σύσταση των παραλίων, τυχόν αναχώματα καλυμμένα από το θαλασσινό νερό, οι καταστάσεις της παλίρροιας και άλλα συναφή θέματα και, κυρίως, τα παράκτια οχυρωματικά έργα των Γερμανών, δεν ήταν δυνατό να καλυφθούν από τις φωτογραφήσεις. Ζητήθηκε η συνδρομή των υπηρεσιών κατασκοπείας, καθώς δεν υπήρχαν περιθώρια για σφάλματα.
Έτσι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1944 ο ταγματάρχης Μηχανικού Λόγκαν Σκοτ Μπάουντεν (Logan Scott Bowden) και μια ομάδα ανδρών του επιβιβάστηκαν σε μια μικρή τορπιλάκατο και, κοντά στην ακτή του Λυκ-Συρ-Μερ μετεπιβιβάστηκαν σε σκάφος της υδρογραφικής υπηρεσίας. Ο Μπάουντεν και ο λοχίας Μπρους Όγκντεν - Σμιθ (Bruce Ogden-Smith) βγήκαν κολυμπώντας στην ακτή και συνέλεξαν δείγματα άμμου, ιλύος και χαλίκων, τα οποία αποθήκευαν σε αριθμημένα σωληνοειδή δοχεία.
Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να μην αφήσουν κανένα ίχνος της δραστηριότητάς τους, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει την προσοχή των Γερμανών. Η αποστολή τους υπήρξε απόλυτα επιτυχής. Ένα μήνα αργότερα, αυτή τη φορά με μεταφορικό μέσο ένα μικρό υποβρύχιο έγινε παρόμοια αναγνώριση της περιοχής δυτικά του Πορ-αν-Μπεσσέν και της Βιερβίλ και, λίγες εβδομάδες αργότερα, η αποστολή επαναλήφθηκε στην παραλία Όμαχα.
Με βάση τις πληροφορίες αυτές κατασκευάστηκαν δύο ομοιώματα υπό κλίμακα, το ένα στο δωμάτιο 474 του "Great Metropole Hotel", το οποίο ήταν κλεισμένο από το Τμήμα Πολέμου και ένα στο πρωθυπουργικό γραφείο. Στην περιοχή του Καίρνρυαν της Σκωτίας έγινε προσπάθεια δημιουργίας των Γαλλικών παραλιών (πάντα με βάση τις συλλεγείσες πληροφορίες) ώστε να δοκιμαστεί όσο το δυνατόν επαρκέστερα τόσο η αποτελεσματικότητα των τεχνικών απόβασης όσο και η κίνηση ανδρών και οχημάτων κατά την απόβαση.
Κατασκευή
Αφού ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές, εγκρίθηκε η κατασκευή των επιμέρους τμημάτων, που ανέλαβαν περίπου 200 εταιρείες σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο. Η καταρχήν αρμολόγηση άρχισε να γίνεται σε μια λωρίδα γης στο Λέιθ (Leith), ενώ άλλες περιοχές στις οποίες γίνονταν κατασκευές ήταν το Κονγουέι στη Βόρεια Ουαλία και το Καίρνρυαν της Σκωτίας, όπου τις κατασκευές είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Βρετανικός στρατός.
Το "οδόστρωμα" ήταν κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ρυμουλκηθεί για 100 περίπου μίλια και να αντέξει τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη Μάγχη κατά τους μήνες του καλοκαιριού. Διέρχονταν από τόξα μήκους 25 περίπου μ. το καθένα, τα οποία στηρίζονταν σε πλωτήρες. Κάθε τέτοιο τόξο στηριζόταν σε βάσεις 25 μ και το οδόστρωμά του είχε πλάτος 3 μ., ενώ το σύνολο ζύγιζε περίπου 30 τόνους. Η όλη κατασκευή παρουσίαζε μεγάλη ευκαμψία που κάθε τμήμα του μπορούσε να περιστραφεί σχηματίζοντας γωνία 40ο με το επόμενο, αλλά η δυνατότητα μεταφοράς παρέμενε η ίδια.
Μπορούσε να στηρίξει τα βαρύτερα στρατιωτικά οχήματα με ταχύτητες κίνησης 25 μίλια/ώρα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν ένας κυκλικός τομέας", στον οποίο, λόγω και των κυματοθραυστών, τα νερά θα ήταν ήρεμα και θα ήταν δυνατό τα πλοία να εκφορτώσουν στους προβλήτες (αποκλήθηκαν "φάλαινες" (whales)) Οι κυματοθραύστες είχαν, με τη σειρά τους, αποκληθεί "φοίνικες" (phoenix) και έφεραν ένα αντιαεροπορικό πυργίσκο.
Τελική Κατασκευή και Χρήση
Όλα τα απαραίτητα στοιχεία μεταφέρθηκαν ένα προς ένα στις δύο θέσεις που είχαν επιλεγεί (Αρρομάνς και Σαιν Λωράν συρ Μερ) με τη βοήθεια ρυμουλκών προκειμένου να αρχίσει άμεσα η συναρμολόγηση. Τα πρώτα ρυμουλκά έφθασαν στις ακτές το πρωί της 6ης Ιουνίου και οι ασύρματοί τους συλλαμβάνουν τα σήματα που στέλνονται από την Όμαχα μπιτς, που μιλούν για ισχυρή αντίσταση από Γερμανικής πλευράς και αρχικά σε αυτά επικρατεί η εντύπωση ότι η απόβαση φαίνεται να αποτυγχάνει.
Ωστόσο, το βράδυ της 6ης Ιουνίου η περιοχή της Αρρομάνς έχει εκκαθαριστεί από εχθρικά πυρά και η συναρμολόγηση του λιμένα αρχίζει με τη δημιουργία του κυματοθραύστη. Η κατασκευή σχεδόν ολοκληρώνεται την επόμενη ημέρα, και το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο λιμένα στο Σαιν Λωράν. Οι Σύμμαχοι χρησιμοποιούν τους λιμένες αμέσως μόλις η κατασκευή ολοκληρώνεται και η χρήση αυτή συνεχίζεται επί οκτώ συνεχόμενες ημέρες, καθώς το Σερμπούρ και άργησε να καταληφθεί αλλά και οι εγκαταστάσεις του είναι αχρηστευμένες από τις Γερμανικές δολιοφθορές.
Στις 19 Ιουνίου, όμως, συμβαίνει το απρόβλεπτο. Ξεσπά στη θάλασσα της Μάγχης μια πολύ ισχυρή θύελλα, ασυνήθιστη σε ένταση γι' αυτή την εποχή του έτους. Οι "εύθραυστες" κατασκευές των λιμένων καταστρέφονται σχεδόν ολοσχερώς και στις δύο θέσεις, Τις μεγαλύτερες ζημιές υφίσταται το, λιγότερο προστατευμένο, λιμάνι της Όμαχα μπιτς, της Αμερικανικής ζώνης ευθύνης, και η κατάστασή του κρίνεται μη επισκευάσιμη.
Το λιμάνι της Αρρομάνς, στη Βρετανική ζώνη ευθύνης, πιο προστατευμένο, καταστράφηκε επίσης, αλλά κρίθηκε επισκευάσιμο. Οι Βρετανοί πράγματι το επισκευάζουν και συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν για ένα ακόμη μήνα, με ημερήσια απόδοση 10.000 τόνων υλικού. Το Σερμπούρ έχει καταληφθεί από τις 26 Ιουνίου, αλλά οι επισκευές των δολιοφθορών το κρατούν εκτός υπηρεσίας μέχρι τις 27 Ιουλίου 1944, οπότε και το προσεγγίζουν τα πρώτα συμμαχικά σκάφη.
Οι λιμένες Μάλμπερι έχουν επιτύχει το σκοπό τους, την παροχή πολεμικού υλικού και εφοδίων στους επιτιθέμενους, μέχρι να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ένα από τα μεγάλα λιμάνια της Νορμανδίας. Μεταφέρθηκαν μέσω αυτών περίπου 2,5 εκατομ. στρατιώτες, 500.000 οχήματα κάθε τύπου και 4 εκατ. τόνοι υλικού. Το λιμάνι της Αρρομάνς συνέχισε να χρησιμοποίται μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1944.
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΒΑΣΗΣ
Η απόβαση αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί σε αρχικά τέσσερις διαφορετικούς τομείς (παραλίες). Αργότερα προστέθηκε και μια πέμπτη (η Παραλία Γιούτα) με το σκεπτικό ότι ήταν πολύ κοντά (μόνο 60 km) στο μεγάλο και σημαντικό λιμάνι του Σερμπούρυ. Στις δύο δυτικότερες (Παραλία Γιούτα και Παραλία Όμαχα) θα αποβιβάζονταν Αμερικανοί, στην τρίτη (Παραλία Γκολντ) Βρετανοί, στην τέταρτη (Παραλία Τζούνο) Καναδοί και Βρετανοί και στην πέμπτη, ανατολικότερη (Παραλία Σγουόρντ) Βρετανοί και μια μικρή μονάδα των "Ελεύθερων Γάλλων".
Οι δυνάμεις κάθε τομέα είχαν συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους. Παράλληλα θα ρίπτονταν με αλεξίπτωτα η 82η και 101η Αμερικανικές Αερομεταφερόμενες Μεραρχίες, η 6η Βρετανική Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και το 1ο Καναδικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, ενώ θα γινόταν και αερομεταφορά στρατευμάτων με ανεμόπτερα. Ο διάπλους της Μάγχης και η φάση εφόδου της απόβασης έλαβαν την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Ποσειδών" (Operation Neptune).
Οι Νορμανδικές ακτές παρουσιάζουν την ιδιομορφία της έντονης παλίρροιας. Για να αποβιβαστούν όλες οι δυνάμεις υπό τις ίδιες συνθήκες, ως ώρα απόβασης στις Παραλίες Όμαχα και Γιούτα ορίστηκε η 06:30, ενώ η απόβαση των Βρετανικών και Γαλλικών δυνάμεων είχε προγραμματιστεί μεταξύ των ωρών 07:00 και 08:00.
Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ
Ο πιο απαίσιος εχθρός για τους αλεξιπτωτιστές αυτές τις πρώτες ώρες δεν ήταν ο άνθρωπος, αλλά η φύση. Τα αντιαλεξιπτωτικά μέτρα τού Ρόμμελ είχαν αποδώσει καλά. Τα νερά και οι βάλτοι της πλημμυρισμένης κοιλάδας του Ντιβ ήταν παγίδες θανάτου. Μερικοί πιλότοι είχαν κάνει λάθος στον προσανατολισμό και έριξαν τους αλεξιπτωτιστές πάνω από τους βάλτους. Ο αριθμός των ανδρών που πνίγηκαν στα νερά του Ντιβ δεν έγινε ποτέ γνωστός. Η εφευρετικότητα και μόνο στάθηκε το μέσο επιβίωσης πολλών αλεξιπτωτιστών.
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης ήταν αυτό που έκανε πολλούς να γλυτώσουν από απίθανες δοκιμασίες. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι το Σαιντ-Μερ-Εγκλίζ πλημμύρισε από αλεξιπτωτιστές. Στην πραγματικότητα κάπου τριάντα Αμερικανοί πέσαν στην πόλη και μόνο γύρω στους δέκα προσγειώθηκαν στην πλατεία. Ήταν όμως αρκετοί για να προκαλέσουν τον πανικό των εκατό, περίπου, ανδρών της Γερμανικής φρουράς. Οι αλεξιπτωτιστές πέφτονας σαν φαντάσματα από τον ουρανό, πέρα από την τρομάρα που προκάλεσαν στους Νορμανδούς, δημιούργησαν σύγχυση και προκάλεσαν πανικό και στους Γερμανούς.
Μερικοί ανιχνευτές, ψάχνοντας στη νύχτα της Νορμανδίας κοντά σε χωριατόσπιτα ή στις άκρες χωριών, προσπαθούσαν να προσανατολιστούν. Εκείνοι που είχαν πέσει με ακρίβεια πήγαιναν, αμέσως, στις κατάλληλες περιοχές για να εκτελέσουν την αποστολή τους. Στις ζώνες ρίψεων άρχισαν να ανάβουν φώτα για τα επερχόμενα αεραγήματα. Ο Γερμανός ταγματάρχης Βέρνερ Πλούσκατ, ζαλισμένος και αγουροξυπνημένος από το θόρυβο που έκαναν τα αεροπλάνα, πετάχτηκε από το κρεβάτι του ανήσυχος.
Το ένστικτό του τον έκανε να νοιώθει ότι δεν ήταν μία συνηθισμένη αεροπορική επιδρομή. Δυό χρόνια στο Ρωσικό μέτωπο τον έκαναν να βασίζεται στο ένστικτό του. Μετά από την απάντηση του προϊσταμένου συνταγματάρχη από το τηλέφωνο ότι δεν γνωρίζει τι συμβαίνει, πήρε το λυκόσκυλό του και μαζί με άλλους δύο αξιωματικούς, του επιτελείου του, πήγαν στο προωθημένο αρχηγείο τους, ένα υπόγειο οχυρό παρατηρητήριο στους βράχους, πάνω από την ακτή, που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως ακτή Ομάχα, κοντά στο Σαιντ Ονορίν.
Με τα δυνατά κυάλια του πυροβολικού ερεύνησε με προσοχή το πέλαγος που έλαμπε από το δυνατό φεγγάρι, όταν δεν το κάλυπταν τα σύννεφα, χωρίς να παρατηρήσει τίποτα το ασυνήθιστο. «Δεν υπάρχει τίποτε έξω στη θάλασσα», τηλεφώνησε στο αρχηγείο του συντάγματος. Αόριστες, ανολοκλήρωτες και σκόρπιες πληροφορίες έφθαναν στα αρχηγεία των μονάδων της 7ης Στρατιάς σ’ όλη τη Νορμανδία, χωρίς να μπορεί κάποιος να βγάλει ένα θετικό συμπέρασμα που να οδηγήσει σε σήμανση συναγερμού.
Πολλοί ψεύτικοι συναγερμοί είχαν γίνει στο παρελθόν και ο καθένας πρόσεχε πολύ. Και ενώ οι Γερμανοί ήσαν πνιγμένοι μέσα σε πολλές αμφιβολίες, η 6η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία (4.225 Βρετανοί αλεξιπτωτιστές) έπεφτε ανατολικά του ποταμού Ορν και πέτυχε πολύ γρήγορα τους αντικειμενικούς της σκοπούς καταλαμβάνοντας τις γέφυρες του Μπενουβίλ πάνω από τον Ορν και τη διώρυγα του Καέν. Αντίθετα στη δυτική πτέρυγα, στη βάση της χερσονήσου Κοταντέν, η 82η και 101η Αμερικανικές Μεραρχίες Αλεξιπτωτιστών βρήκαν δυσκολίες.
Σύννεφα και κακές ατμοσφαιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με την απειρία μερικών πιλότων είχαν σαν αποτέλεσμα το διασκορπισμό των αλεξιπτωτιστών σε μεγάλη έκταση, μήκους 25 μιλίων και πλάτους 15. Οι φράχτες των χωραφιών και η ομίχλη εμπόδισαν να συναντηθούν οι μικρές ομάδες. Σαν μέσο αναγνώρισης είχαν μικρά κρόταλα που γέμισαν την υγρή νορμανδική νύχτα με μια παράξενη συναυλία τζιτζικιών.
Οι πυκνοί θάμνοι όμως έπνιγαν τα κροταλίσματα. Από τους 13.200 άνδρες, λιγότεροι από 2.500 συγκεντρώθηκαν αμέσως. Πολλοί πνίγηκαν μέσα στα έλη και στις πλημμυρισμένες εκτάσεις, κάτω από το βάρος της έξάρτυσής τους. Υπερνικώντας γενναία αυτές τις δυσχέρειες κατάφεραν να καταλάβουν τις εξόδους πίσω από τον κόλπο Γιόνταχ, δυτικά του ποταμού Βιρ και τις κράτησαν έναντι ισχυρών αντεπιθέσεων που έγιναν τα ξημερώματα. Για τη μεταφορά των αεραγημάτων οι Σύμμαχοι χρησιμοποίησαν 2.305 αεροπλάνα και 867 ανεμόπτερα.
Πλησίαζαν χαράματα της 6ης Ιουνίου. Οι 18.000 αλεξιπτωτιστές, πολεμώντας σκυλίσια, σε λιγότερο από πέντε ώρες είχαν πραγματοποιήσει και με το παραπάνω τις προσδοκίες του Αϊζενχάουερ και των Διοικητών τους. Είχαν προκαλέσει σύγχυση στον εχθρό, είχαν αποσυνθέσει τις συγκοινωνίες του και κρατώντας τα πλευρά του μετώπου εισβολής της Νορμανδίας είχαν αποκλείσει, κατά μεγάλο ποσοστό, τις κινήσεις ενισχύσεων του εχθρού.
Τα αερομεταφερόμενα στρατεύματα είχαν εισβάλει στην Ευρώπη από τον αέρα και είχαν εξασφαλίσει το αρχικό προγεφύρωμα για την εισβολή από τη θάλασσα. Οι Αμερικανικές αποβατικές δυνάμεις βρίσκονταν αγκυροβολημένες 12 ν.μ. ανοιχτά των ακτών Γιούτα και Ομάχα. Απείχαν 1 ώρα και 45 λεπτά για να πατήσουν την ακτή την ώρα Μηδέν (H Hour) που ήταν η 06.30.
H 82η KAI H 101η TΩN AMEPIKANΩN
Aποστολή της 82ης ήταν να εξασφαλίσει το δεξί άκρο των ακτών της απόβασης στη χερσόνησο του Kοταντέν, καταστρέφοντας τις γέφυρες του ποταμού Nτουβ και εξασφαλίζοντας αυτές του ποταμού Mαντερέτ, και να καταλάβει τη μικρή πόλη του Σαιντ-Mερ-Eγκλίζ, αποκλείοντας το δρόμο μεταξύ Kαρεντάν και Xερβούργου. Aποστολή της 101ης ήταν να εξασφαλίσει τις εξόδους των τεσσάρων υπερυψωμένων πάνω από τα χωράφια δρόμων που οδηγούσαν από την παραλία Γιούτα προς το εσωτερικό.
H εξασφάλιση των δρόμων αυτών ήταν απαραίτητη για τις δυνάμεις της 4ης Mεραρχίας που θα αποβιβάζονταν στη Γιούτα, μια και οι Γερμανοί είχαν σκόπιμα πλημμυρίσει τα χωράφια εκατέρωθεν των δρόμων και ήταν αδύνατη η διάβασή τους. Eπίσης, είχε ως αποστολή να καταστρέψει δύο γέφυρες στον ποταμό Nτουβ, για να αποτρέψει τη μετακίνηση δυνάμεων των Γερμανών από το εσωτερικό προς την ακτή και να καταλάβει τον υδατοφράκτη στη λα Mπαρκέτ, που ήλεγχε τη στάθμη των υδάτων στην πλημμυρισμένη περιοχή.
Με βάση τις πληροφορίες αυτές κατασκευάστηκαν δύο ομοιώματα υπό κλίμακα, το ένα στο δωμάτιο 474 του "Great Metropole Hotel", το οποίο ήταν κλεισμένο από το Τμήμα Πολέμου και ένα στο πρωθυπουργικό γραφείο. Στην περιοχή του Καίρνρυαν της Σκωτίας έγινε προσπάθεια δημιουργίας των Γαλλικών παραλιών (πάντα με βάση τις συλλεγείσες πληροφορίες) ώστε να δοκιμαστεί όσο το δυνατόν επαρκέστερα τόσο η αποτελεσματικότητα των τεχνικών απόβασης όσο και η κίνηση ανδρών και οχημάτων κατά την απόβαση.
Κατασκευή
Αφού ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές, εγκρίθηκε η κατασκευή των επιμέρους τμημάτων, που ανέλαβαν περίπου 200 εταιρείες σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο. Η καταρχήν αρμολόγηση άρχισε να γίνεται σε μια λωρίδα γης στο Λέιθ (Leith), ενώ άλλες περιοχές στις οποίες γίνονταν κατασκευές ήταν το Κονγουέι στη Βόρεια Ουαλία και το Καίρνρυαν της Σκωτίας, όπου τις κατασκευές είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Βρετανικός στρατός.
Το "οδόστρωμα" ήταν κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ρυμουλκηθεί για 100 περίπου μίλια και να αντέξει τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη Μάγχη κατά τους μήνες του καλοκαιριού. Διέρχονταν από τόξα μήκους 25 περίπου μ. το καθένα, τα οποία στηρίζονταν σε πλωτήρες. Κάθε τέτοιο τόξο στηριζόταν σε βάσεις 25 μ και το οδόστρωμά του είχε πλάτος 3 μ., ενώ το σύνολο ζύγιζε περίπου 30 τόνους. Η όλη κατασκευή παρουσίαζε μεγάλη ευκαμψία που κάθε τμήμα του μπορούσε να περιστραφεί σχηματίζοντας γωνία 40ο με το επόμενο, αλλά η δυνατότητα μεταφοράς παρέμενε η ίδια.
Μπορούσε να στηρίξει τα βαρύτερα στρατιωτικά οχήματα με ταχύτητες κίνησης 25 μίλια/ώρα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν ένας κυκλικός τομέας", στον οποίο, λόγω και των κυματοθραυστών, τα νερά θα ήταν ήρεμα και θα ήταν δυνατό τα πλοία να εκφορτώσουν στους προβλήτες (αποκλήθηκαν "φάλαινες" (whales)) Οι κυματοθραύστες είχαν, με τη σειρά τους, αποκληθεί "φοίνικες" (phoenix) και έφεραν ένα αντιαεροπορικό πυργίσκο.
Τελική Κατασκευή και Χρήση
Όλα τα απαραίτητα στοιχεία μεταφέρθηκαν ένα προς ένα στις δύο θέσεις που είχαν επιλεγεί (Αρρομάνς και Σαιν Λωράν συρ Μερ) με τη βοήθεια ρυμουλκών προκειμένου να αρχίσει άμεσα η συναρμολόγηση. Τα πρώτα ρυμουλκά έφθασαν στις ακτές το πρωί της 6ης Ιουνίου και οι ασύρματοί τους συλλαμβάνουν τα σήματα που στέλνονται από την Όμαχα μπιτς, που μιλούν για ισχυρή αντίσταση από Γερμανικής πλευράς και αρχικά σε αυτά επικρατεί η εντύπωση ότι η απόβαση φαίνεται να αποτυγχάνει.
Ωστόσο, το βράδυ της 6ης Ιουνίου η περιοχή της Αρρομάνς έχει εκκαθαριστεί από εχθρικά πυρά και η συναρμολόγηση του λιμένα αρχίζει με τη δημιουργία του κυματοθραύστη. Η κατασκευή σχεδόν ολοκληρώνεται την επόμενη ημέρα, και το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο λιμένα στο Σαιν Λωράν. Οι Σύμμαχοι χρησιμοποιούν τους λιμένες αμέσως μόλις η κατασκευή ολοκληρώνεται και η χρήση αυτή συνεχίζεται επί οκτώ συνεχόμενες ημέρες, καθώς το Σερμπούρ και άργησε να καταληφθεί αλλά και οι εγκαταστάσεις του είναι αχρηστευμένες από τις Γερμανικές δολιοφθορές.
Το λιμάνι της Αρρομάνς, στη Βρετανική ζώνη ευθύνης, πιο προστατευμένο, καταστράφηκε επίσης, αλλά κρίθηκε επισκευάσιμο. Οι Βρετανοί πράγματι το επισκευάζουν και συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν για ένα ακόμη μήνα, με ημερήσια απόδοση 10.000 τόνων υλικού. Το Σερμπούρ έχει καταληφθεί από τις 26 Ιουνίου, αλλά οι επισκευές των δολιοφθορών το κρατούν εκτός υπηρεσίας μέχρι τις 27 Ιουλίου 1944, οπότε και το προσεγγίζουν τα πρώτα συμμαχικά σκάφη.
Οι λιμένες Μάλμπερι έχουν επιτύχει το σκοπό τους, την παροχή πολεμικού υλικού και εφοδίων στους επιτιθέμενους, μέχρι να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ένα από τα μεγάλα λιμάνια της Νορμανδίας. Μεταφέρθηκαν μέσω αυτών περίπου 2,5 εκατομ. στρατιώτες, 500.000 οχήματα κάθε τύπου και 4 εκατ. τόνοι υλικού. Το λιμάνι της Αρρομάνς συνέχισε να χρησιμοποίται μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1944.
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΒΑΣΗΣ
Η απόβαση αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί σε αρχικά τέσσερις διαφορετικούς τομείς (παραλίες). Αργότερα προστέθηκε και μια πέμπτη (η Παραλία Γιούτα) με το σκεπτικό ότι ήταν πολύ κοντά (μόνο 60 km) στο μεγάλο και σημαντικό λιμάνι του Σερμπούρυ. Στις δύο δυτικότερες (Παραλία Γιούτα και Παραλία Όμαχα) θα αποβιβάζονταν Αμερικανοί, στην τρίτη (Παραλία Γκολντ) Βρετανοί, στην τέταρτη (Παραλία Τζούνο) Καναδοί και Βρετανοί και στην πέμπτη, ανατολικότερη (Παραλία Σγουόρντ) Βρετανοί και μια μικρή μονάδα των "Ελεύθερων Γάλλων".
Οι δυνάμεις κάθε τομέα είχαν συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους. Παράλληλα θα ρίπτονταν με αλεξίπτωτα η 82η και 101η Αμερικανικές Αερομεταφερόμενες Μεραρχίες, η 6η Βρετανική Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και το 1ο Καναδικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, ενώ θα γινόταν και αερομεταφορά στρατευμάτων με ανεμόπτερα. Ο διάπλους της Μάγχης και η φάση εφόδου της απόβασης έλαβαν την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Ποσειδών" (Operation Neptune).
Οι Νορμανδικές ακτές παρουσιάζουν την ιδιομορφία της έντονης παλίρροιας. Για να αποβιβαστούν όλες οι δυνάμεις υπό τις ίδιες συνθήκες, ως ώρα απόβασης στις Παραλίες Όμαχα και Γιούτα ορίστηκε η 06:30, ενώ η απόβαση των Βρετανικών και Γαλλικών δυνάμεων είχε προγραμματιστεί μεταξύ των ωρών 07:00 και 08:00.
Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ
Ο πιο απαίσιος εχθρός για τους αλεξιπτωτιστές αυτές τις πρώτες ώρες δεν ήταν ο άνθρωπος, αλλά η φύση. Τα αντιαλεξιπτωτικά μέτρα τού Ρόμμελ είχαν αποδώσει καλά. Τα νερά και οι βάλτοι της πλημμυρισμένης κοιλάδας του Ντιβ ήταν παγίδες θανάτου. Μερικοί πιλότοι είχαν κάνει λάθος στον προσανατολισμό και έριξαν τους αλεξιπτωτιστές πάνω από τους βάλτους. Ο αριθμός των ανδρών που πνίγηκαν στα νερά του Ντιβ δεν έγινε ποτέ γνωστός. Η εφευρετικότητα και μόνο στάθηκε το μέσο επιβίωσης πολλών αλεξιπτωτιστών.
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης ήταν αυτό που έκανε πολλούς να γλυτώσουν από απίθανες δοκιμασίες. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι το Σαιντ-Μερ-Εγκλίζ πλημμύρισε από αλεξιπτωτιστές. Στην πραγματικότητα κάπου τριάντα Αμερικανοί πέσαν στην πόλη και μόνο γύρω στους δέκα προσγειώθηκαν στην πλατεία. Ήταν όμως αρκετοί για να προκαλέσουν τον πανικό των εκατό, περίπου, ανδρών της Γερμανικής φρουράς. Οι αλεξιπτωτιστές πέφτονας σαν φαντάσματα από τον ουρανό, πέρα από την τρομάρα που προκάλεσαν στους Νορμανδούς, δημιούργησαν σύγχυση και προκάλεσαν πανικό και στους Γερμανούς.
Μερικοί ανιχνευτές, ψάχνοντας στη νύχτα της Νορμανδίας κοντά σε χωριατόσπιτα ή στις άκρες χωριών, προσπαθούσαν να προσανατολιστούν. Εκείνοι που είχαν πέσει με ακρίβεια πήγαιναν, αμέσως, στις κατάλληλες περιοχές για να εκτελέσουν την αποστολή τους. Στις ζώνες ρίψεων άρχισαν να ανάβουν φώτα για τα επερχόμενα αεραγήματα. Ο Γερμανός ταγματάρχης Βέρνερ Πλούσκατ, ζαλισμένος και αγουροξυπνημένος από το θόρυβο που έκαναν τα αεροπλάνα, πετάχτηκε από το κρεβάτι του ανήσυχος.
Το ένστικτό του τον έκανε να νοιώθει ότι δεν ήταν μία συνηθισμένη αεροπορική επιδρομή. Δυό χρόνια στο Ρωσικό μέτωπο τον έκαναν να βασίζεται στο ένστικτό του. Μετά από την απάντηση του προϊσταμένου συνταγματάρχη από το τηλέφωνο ότι δεν γνωρίζει τι συμβαίνει, πήρε το λυκόσκυλό του και μαζί με άλλους δύο αξιωματικούς, του επιτελείου του, πήγαν στο προωθημένο αρχηγείο τους, ένα υπόγειο οχυρό παρατηρητήριο στους βράχους, πάνω από την ακτή, που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως ακτή Ομάχα, κοντά στο Σαιντ Ονορίν.
Με τα δυνατά κυάλια του πυροβολικού ερεύνησε με προσοχή το πέλαγος που έλαμπε από το δυνατό φεγγάρι, όταν δεν το κάλυπταν τα σύννεφα, χωρίς να παρατηρήσει τίποτα το ασυνήθιστο. «Δεν υπάρχει τίποτε έξω στη θάλασσα», τηλεφώνησε στο αρχηγείο του συντάγματος. Αόριστες, ανολοκλήρωτες και σκόρπιες πληροφορίες έφθαναν στα αρχηγεία των μονάδων της 7ης Στρατιάς σ’ όλη τη Νορμανδία, χωρίς να μπορεί κάποιος να βγάλει ένα θετικό συμπέρασμα που να οδηγήσει σε σήμανση συναγερμού.
Πολλοί ψεύτικοι συναγερμοί είχαν γίνει στο παρελθόν και ο καθένας πρόσεχε πολύ. Και ενώ οι Γερμανοί ήσαν πνιγμένοι μέσα σε πολλές αμφιβολίες, η 6η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία (4.225 Βρετανοί αλεξιπτωτιστές) έπεφτε ανατολικά του ποταμού Ορν και πέτυχε πολύ γρήγορα τους αντικειμενικούς της σκοπούς καταλαμβάνοντας τις γέφυρες του Μπενουβίλ πάνω από τον Ορν και τη διώρυγα του Καέν. Αντίθετα στη δυτική πτέρυγα, στη βάση της χερσονήσου Κοταντέν, η 82η και 101η Αμερικανικές Μεραρχίες Αλεξιπτωτιστών βρήκαν δυσκολίες.
Σύννεφα και κακές ατμοσφαιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με την απειρία μερικών πιλότων είχαν σαν αποτέλεσμα το διασκορπισμό των αλεξιπτωτιστών σε μεγάλη έκταση, μήκους 25 μιλίων και πλάτους 15. Οι φράχτες των χωραφιών και η ομίχλη εμπόδισαν να συναντηθούν οι μικρές ομάδες. Σαν μέσο αναγνώρισης είχαν μικρά κρόταλα που γέμισαν την υγρή νορμανδική νύχτα με μια παράξενη συναυλία τζιτζικιών.
Οι πυκνοί θάμνοι όμως έπνιγαν τα κροταλίσματα. Από τους 13.200 άνδρες, λιγότεροι από 2.500 συγκεντρώθηκαν αμέσως. Πολλοί πνίγηκαν μέσα στα έλη και στις πλημμυρισμένες εκτάσεις, κάτω από το βάρος της έξάρτυσής τους. Υπερνικώντας γενναία αυτές τις δυσχέρειες κατάφεραν να καταλάβουν τις εξόδους πίσω από τον κόλπο Γιόνταχ, δυτικά του ποταμού Βιρ και τις κράτησαν έναντι ισχυρών αντεπιθέσεων που έγιναν τα ξημερώματα. Για τη μεταφορά των αεραγημάτων οι Σύμμαχοι χρησιμοποίησαν 2.305 αεροπλάνα και 867 ανεμόπτερα.
Τα αερομεταφερόμενα στρατεύματα είχαν εισβάλει στην Ευρώπη από τον αέρα και είχαν εξασφαλίσει το αρχικό προγεφύρωμα για την εισβολή από τη θάλασσα. Οι Αμερικανικές αποβατικές δυνάμεις βρίσκονταν αγκυροβολημένες 12 ν.μ. ανοιχτά των ακτών Γιούτα και Ομάχα. Απείχαν 1 ώρα και 45 λεπτά για να πατήσουν την ακτή την ώρα Μηδέν (H Hour) που ήταν η 06.30.
H 82η KAI H 101η TΩN AMEPIKANΩN
Aποστολή της 82ης ήταν να εξασφαλίσει το δεξί άκρο των ακτών της απόβασης στη χερσόνησο του Kοταντέν, καταστρέφοντας τις γέφυρες του ποταμού Nτουβ και εξασφαλίζοντας αυτές του ποταμού Mαντερέτ, και να καταλάβει τη μικρή πόλη του Σαιντ-Mερ-Eγκλίζ, αποκλείοντας το δρόμο μεταξύ Kαρεντάν και Xερβούργου. Aποστολή της 101ης ήταν να εξασφαλίσει τις εξόδους των τεσσάρων υπερυψωμένων πάνω από τα χωράφια δρόμων που οδηγούσαν από την παραλία Γιούτα προς το εσωτερικό.
H εξασφάλιση των δρόμων αυτών ήταν απαραίτητη για τις δυνάμεις της 4ης Mεραρχίας που θα αποβιβάζονταν στη Γιούτα, μια και οι Γερμανοί είχαν σκόπιμα πλημμυρίσει τα χωράφια εκατέρωθεν των δρόμων και ήταν αδύνατη η διάβασή τους. Eπίσης, είχε ως αποστολή να καταστρέψει δύο γέφυρες στον ποταμό Nτουβ, για να αποτρέψει τη μετακίνηση δυνάμεων των Γερμανών από το εσωτερικό προς την ακτή και να καταλάβει τον υδατοφράκτη στη λα Mπαρκέτ, που ήλεγχε τη στάθμη των υδάτων στην πλημμυρισμένη περιοχή.
Στη χερσόνησο της Κοταντέν, περιοχή της αεραπόβασης των δύο Αμερικανικών μεραρχιών, στάθμευαν δύο στατικές Γερμανικές μεραρχίες, η 709η και η 243η, που επανδρώνονταν από μεγάλους σε ηλικία (άνω των 40) ή ανεκπαίδευτους νεοσύλλεκτους Γερμανούς και από Ανατολικοευρωπαίους και μέλη εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης, που είχαν επιστρατευθεί στο ανατολικό μέτωπο. Στο εσωτερικό της χερσονήσου βρίσκονταν επίσης δύο πολύ καλύτερες μονάδες, όσον αφορά σε προσωπικό και εκπαίδευση, η 91η M.Π., που είχε πρόσφατα μετακινηθεί από το Aνατολικό Mέτωπο, και το 60 Σύνταγμα Aλεξιπτωτιστών, του συνταγματάρχη φον Nτερ Xέυντε.
Tα C-47 που μετέφεραν τους 13.000 περίπου βαρυφορτωμένους Aμερικανούς αλεξιπτωτιστές απογειώθηκαν από τα αεροδρόμια της Mεγάλης Bρετανίας μόλις έπεσε το σκοτάδι και πέταξαν πάνω από τη Mάγχη σε ύψος 500 ποδιών μέσα στην ήρεμη και ανέφελη νύχτα για να αποφύγουν να επισημανθούν από τα ραντάρ των Γερμανών. Πλησιάζοντας, όμως, τις ακτές της Γαλλίας αντιμετώπισαν πυκνές νεφώσεις με αποτέλεσμα να διαλύσουν τους σχηματισμούς τους λίγη ώρα πριν προσεγγίσουν τις καθορισμένες ζώνες ρίψεων.
Tα πυρά από τα εχθρικά αντιαεροπορικά συνέτειναν στο χάος που ακολούθησε και κατέρριψαν αρκετά από τα αεροπλάνα μαζί με τους αλεξιπτωτιστές τους ή προκάλεσαν ζημίες σε αυτά και τραυμάτισαν τους άνδρες που όρθιοι περίμεναν το πράσινο φως για την πτώση. O πανικός που κατέλαβε τους πιλότους και ο αποπροσανατολισμός τους μέσα στη νύχτα είχαν ως αποτέλεσμα, πέρα από τη διάσπαση των σχηματισμών, να αυξήσουν την ταχύτητα των αεροπλάνων τους για να αποφύγουν τα εχθρικά πυρά ή να χάσουν ύψος και να δώσουν την εντολή για την πτώση των αλεξιπτωτιστών μακριά από τις ζώνες προσγείωσης.
Oι αλεξιπτωτιστές έγιναν έξω φρενών με τους πιλότους που άναψαν το πράσινο φως στα 600-700 πόδια αντί των προβλεπόμενων 1.500 ποδιών, πετώντας με ταχύτητα 150 μίλια την ώρα, αντί των 90 που προβλέπονταν για τις ρίψεις. Πολλοί τραυματίστηκαν κατά την πτώση τους και όλοι ήταν μωλωπισμένοι σε όλο το κορμί τους τις επόμενες μέρες. Δεν έλειψαν και τα περιστατικά όπου η ρίψη έγινε από τόσο χαμηλό ύψος, που τα αλεξίπτωτα δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο να ανοίξουν.
Άλλοι αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν πριν φτάσουν στο έδαφος από τα πυρά των Γερμανών και πολλοί πνίγηκαν όταν προσγειώθηκαν σε έλη ή πλημμυρισμένα χωράφια, καθηλωμένοι από το βάρος του εξοπλισμού που μετέφεραν ή μη καταφέρνοντας έγκαιρα να απαλλαγούν από τα αλεξίπτωτα που τους τύλιξαν σαν σάβανα. Tα εμπόδια που είχαν σπείρει στα χωράφια οι Γερμανοί ήταν υπεύθυνα για πολλές ακόμη απώλειες.
Oρισμένοι αλεξιπτωτιστές της 82ης αφέθηκαν πάνω από τη Σαιντ-Mερ-Eγκλιζ, μία πυρκαγιά που ξέσπασε σε έναν αχυρώνα φώτισε το νυχτερινό ουρανό και οι αλεξιπτωτιστές που κρέμονταν από τα αλεξίπτωτά τους αποτέλεσαν τέλειο στόχο για τους Γερμανούς της φρουράς. Πολλοί σκοτώθηκαν από τα πυρά τους, δύο έπεσαν μέσα στο φλεγόμενο αχυρώνα και πολλοί εκτελέστηκαν αιωρούμενοι από δένδρα και κατοικίες. Oσοι προσγειώθηκαν σώοι, συνελήφθησαν αμέσως.
Αλλά και αυτοί που κατάφεραν να φτάσουν σώοι στο έδαφος, βρέθηκαν μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, μακριά από τις καθορισμένες ζώνες ρίψης, να προσπαθούν να προσανατολιστούν και να συγκεντρωθούν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και να εκπληρώσουν τις αποστολές τους. Oι άνδρες των δύο μεραρχιών σκορπίστηκαν σε όλη τη χερσόνησο της Κοταντέν και τους πήρε πολλές ώρες για να καταλάβουν πού βρίσκονται και να συγκεντρωθούν σε ομάδες ικανές για να επιχειρήσουν στο ξένο έδαφος.
Δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που αλεξιπτωτιστές για μέρες μετά την πτώση τους προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή με τις μονάδες τους, κινούμενοι σε άγνωστο έδαφος και με τους Γερμανούς να τους καταδιώκουν σε κάθε βήμα τους. Oι διοικητές των μονάδων αναγκάστηκαν μέσα στη νύχτα να οργανώσουν αυτοσχέδιες ομάδες από άνδρες από διάφορες μονάδες και των δύο μεραρχιών για να χτυπήσουν τους στόχους τους. Tο 60% των υλικών και εφοδίων που ρίχτηκαν με αλεξίπτωτα χάθηκαν μέσα στα έλη ή έπεσαν σε περιοχές που ήλεγχαν οι Γερμανοί.
Στις 3:00 τα ανεμοπλάνα που μετέφεραν τα τζιπ, τα αντιαρματικά πυροβόλα και άλλα βαριά εφόδια και ενισχύσεις σε άνδρες, άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή. Oι αλεξιπτωτιστές είχαν καταφέρει να ασφαλίσουν τις ζώνες προσγείωσής τους, αλλά δεν είχαν καταφέρει να σιγήσουν τα αντιαεροπορικά στην ευρύτερη περιοχή. Tα αεροπλάνα που ρυμουλκούσαν τα ανεμόπτερα υποχρεώθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά να τα αφήσουν σε μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο ύψος και ο αυξημένος χρόνος καθόδου των ανεμόπτερων τα κατέστησε εύκολο στόχο για το εχθρικό πυρ.
Tα εχθρικά πυρά και οι πυκνοί και ανθεκτικοί φράχτες των χωραφιών της περιοχής προκάλεσαν βαριές απώλειες, τόσο σε υλικό όσο και σε άνδρες που επέβαιναν στα ανεμοπλάνα.
Παρά τα προβλήματα και τις μεγάλες απώλειές τους, μέχρι το τέλος της ημέρας οι αλεξιπτωτιστές εκπλήρωσαν τις κύριες αποστολές που τους είχαν ανατεθεί. H 82η κατέλαβε και κράτησε το Σαιντ-Μερ-Εγκλιζ, που αποτέλεσε την πρώτη απελευθερωθείσα Γαλλική πόλη, η 101η εξασφάλισε τις οδούς εξόδου από την ακτή Γιούτα για τους άνδρες της 4ης Μεραρχίας, οι γέφυρες καταλήφθηκαν ή ανατινάχθηκαν.
Tέλος, το ότι τα αεροπλάνα σκόρπισαν τους αλεξιπτωτιστές σε μία εκτεταμένη περιοχή, μπορεί να δυσκόλεψε την εκπλήρωση των αποστολών τους, αλλά προκάλεσε μία τρομακτική σύγχυση στους Γερμανούς, που λαμβάνοντας αναφορές για πτώση αλεξιπτωτιστών στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα την κρίσιμη βραδιά της 5ης-6ης Ιουνίου, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το επίκεντρο της κύριας προσπάθειας και, απασχολημένοι με την καταδίωξή τους, παρέμειναν μακριά από τις ακτές απόβασης και δεν απέφραξαν έγκαιρα τις οδούς που οδηγούσαν στο εσωτερικό της Νορμανδίας.
H 6η BPETANIKH AEPOMETAΦEPOMENH MEPAPXIA
Aποστολή των ανδρών δύο ταξιαρχιών της 6ης Bρετανικής Aερομεταφερόμενης Mεραρχίας το βράδυ της 5ης-6ης Iουνίου ήταν να προσγειωθούν με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα στην περιοχή του χωριού Pανβίγ γύρω από τον ποταμό Oρν, περίπου έξι μίλια νότια από την ακτή Σουόρντ και δέκα μίλια βορειοανατολικά της πόλης Kαν.
Κύριοι στόχοι τους ήταν η κατάληψη των δύο γεφυρών πάνω από τον ποταμό Ορν και το κανάλι της Kαν, η καταστροφή της πυροβολαρχίας στη Μερβίγ, που με τα πυρά της ήλεγχε τις ακτές απόβασης των Βρετανών, η καταστροφή τεσσάρων γεφυρών επί του ποταμού Ντιβ, για την αποτροπή εχθρικών αντεπιθέσεων, και η εξασφάλιση της περιοχής της Ρανβίγ, που αποτελούσε έναν φυσικό εξώστη πάνω από την περιοχή της απόβασης.
H αρχική επίθεσή τους για την κατάληψη των δύο γεφυρών πάνω από τον ποταμό Ορν και το κανάλι της Καν πραγματοποιήθηκε από 181 άνδρες που προσγειώθηκαν με ανεμοπλάνα, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Χάουαρντ. Tο πρώτο ανεμοπλάνο που μετέφερε τον Χάουαρντ και μία διμοιρία προσγειώθηκε, αλλά η τροχοδρόμησή του διακόπηκε απότομα, όταν, όπως ήταν προγραμματισμένο, εμβόλισε και διαπέρασε την πρώτη σειρά του συρματοπλέγματος των αμυντικών θέσεων των Γερμανών γύρω από τη γέφυρα, που έμεινε γνωστή ως γέφυρα Πήγασος, από το έμβλημα των Βρετανών αλεξιπτωτιστών.
Tο βίαιο σταμάτημα της πορείας του είχε ως αποτέλεσμα όλοι οι επιβαίνοντες σε αυτό να χάσουν τις αισθήσεις τους και οι δύο πιλότοι να εκτιναχτούν από το εμπρός μέρος του πιλοτηρίου. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, εντούτοις, οι άνδρες είχαν επανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις τους και αντιλήφθηκαν ότι όλα γύρω τους ήταν ήρεμα. O θόρυβος της προσγείωσης του ανεμοπλάνου δεν είχε κινητοποιήσει τους Γερμανούς στη γέφυρα, που θεώρησαν ότι ήταν θόρυβος από τα συντρίμμια κάποιου αεροπλάνου που είχε καταρριφθεί.
Oι άνδρες βγήκαν γρήγορα από το ανεμοπλάνο και μερικοί από αυτούς εξουδετέρωσαν μία θέση πολυβόλων, ενώ οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Mπράδερμπριτζ, όρμησαν στη γέφυρα για να καταλάβουν την άλλη πλευρά της, πυροβολώντας από το ισχίο και ρίχνοντας χειροβομβίδες τρέχοντας. Mόλις έφτασαν στη δυτική πλευρά της γέφυρας, ο υπολοχαγός Mπράδερμπριτζ έριξε μία χειροβομβίδα σε μία άλλη θέση πολυβόλων, αλλά την ίδια στιγμή πυροβολήθηκε στο λαιμό. Hταν ο πρώτος Bρετανός στρατιώτης που σκοτώθηκε στη Nορμανδία.
Oι άνδρες του Μηχανικού, που συνόδευαν τους αλεξιπτωτιστές, αγνόησαν τα εχθρικά πυρά που κατευθύνθηκαν στη γέφυρα, ψάχνοντας για καλώδια, εκρηκτικά και συσκευές ανατίναξης, αλλά οι Γερμανοί είχαν μεν προετοιμάσει τη γέφυρα για ανατίναξη, αλλά δεν είχαν τοποθετήσει τα εκρηκτικά, φοβούμενοι τυχαία έκρηξη ή δολιοφθορά από τη γαλλική αντίσταση. H Γερμανική φρουρά, μετά τον αρχικό κλονισμό από αυτή την ξαφνική επίθεση, ανασυγκροτήθηκε και αντεπιτέθηκε, αλλά οι Βρετανοί τούς έτρεψαν σε φυγή.
Mερικές εκατοντάδες μέτρα στα ανατολικά, στον ποταμό Oρν, βρισκόταν η άλλη γέφυρα, γνωστή ως γέφυρα Xόρσα, που ήταν ο δεύτερος στόχος της επιδρομής. Tρία ανεμοπλάνα μετέφεραν τη δύναμη για την κατάληψή της. Eνα από αυτά προσγειώθηκε μακριά από τη γέφυρα και οι άνδρες που μετέφερε δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στην επιδρομή. Tα άλλα δύο ανεμοπλάνα προσγειώθηκαν κοντά στο στόχο. O ήχος της μάχης από την κατεύθυνση της γέφυρας του Πήγασου είχε προειδοποιήσει τη Γερμανική φρουρά, η οποία όμως περιορίστηκε σε μερικούς πολυβολισμούς και τράπηκε σε φυγή όταν άρχισαν να βάλλουν οι όλμοι των Βρετανών.
Λίγα λεπτά αργότερα εξασφαλίστηκε πλήρως και αυτή η γέφυρα. H υπόλοιπη δύναμη της μεραρχίας έπεσε με αλεξίπτωτα 40 λεπτά αργότερα και κύρια αποστολή της ήταν η ενίσχυση της άμυνας των γεφυρών που είχαν καταληφθεί. Περίπου 600 αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στην περιοχή, αλλά μόνο οι μισοί μπόρεσαν να συγκεντρωθούν χωρίς τους όλμους και τα πολυβόλα τους, που χάθηκαν κατά την πτώση. Παρά ταύτα, κατάφεραν να κρατήσουν το προγεφύρωμα γύρω από τις γέφυρες, αποκρούοντας επανειλημμένες αντεπιθέσεις των Γερμανών, ακόμη και με τεθωρακισμένα.
Oι πρώτες ενισχύσεις, από τις δυνάμεις που αποβιβάστηκαν το πρωί στις ακτές, ήταν η 6η Μονάδα Κομάντο με επικεφαλής το λόρδο Λόβατ, που έφτασε στην περιοχή υπό τους ήχους της Σκωτσέτζικης γκάιντας, και ακολούθησε το πεζικό. Mέχρι το πρωί είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της πυροβολαρχίας στο Mερβίγ και είχαν ανατιναχθεί οι γέφυρες στην περιοχή, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι δυνάμεις της 21ης Tεθωρακισμένης Mεραρχίας.
Aφού είχαν ολοκληρώσει την αρχική αποστολή τους, οι δυνάμεις της 6ης απέκρουσαν στη διάρκεια της μέρας τις αντεπιθέσεις της 21ης Tεθωρακισμένης Mεραρχίας και παρά τις σημαντικές απώλειές τους κράτησαν το έδαφος που είχαν καταλάβει.
H ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ TΩN ΓEPMANΩN
Ενώ η δύναμη εισβολής των Συμμάχων διέσχιζε το κανάλι, οι Γερμανοί στη Γαλλία, που από καιρό περίμεναν την απόβαση, κάθε άλλο παρά είχαν συνειδητοποιήσει ότι επίκειτο, μια και καμία αεροπορική αναγνωριστική πτήση δεν είχε καταστεί δυνατή στη διάρκεια των πρώτων ημερών του Ιουνίου και οι ναυτικές περίπολοι που είχαν προγραμματιστεί για τη νύχτα της 5-6ης Ιουνίου είχαν ακυρωθεί λόγω της κακοκαιρίας. Tα στάδια της επιφυλακής στις διάφορες μονάδες ποίκιλλαν, ανάλογα με τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες σε αυτές.
Γερμανοί πράκτορες που είχαν παρεισφρήσει στις ομάδες της Γαλλικής αντίστασης, έλαβαν τα σήματα του BBC, που προειδοποιούσαν για την αναμενόμενη απόβαση και για το ότι η Γαλλική αντίσταση θα έπρεπε να είναι σε επιφυλακή, περιμένοντας το σήμα για την έναρξη των σχεδίων δολιοφθοράς. Oι εμπειρογνώμονες του ναυτικού είχαν εκτιμήσει ότι η απόβαση θα ήταν δυνατή μόνο με ανέμους μέχρι 24 κόμβους και ορατότητα τουλάχιστον τριών ναυτικών μιλίων και το βράδυ της 5ης Iουνίου ήταν εφησυχασμένοι, λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν.
Oι Γερμανοί μετεωρολόγοι, λόγω της απουσίας μετεωρολογικών σταθμών στα δυτικά της ηπειρωτικής ακτής, δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν το "άνοιγμα" στον καιρό για το οποίο ο μετεωρολόγος του συμμαχικού στρατηγείου είχε ενημερώσει τον Aϊζενχάουερ. Aν και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι μετεωρολόγοι διαβεβαίωσαν τους Γερμανούς διοικητές ότι η εισβολή στις 6 Ιουνίου ήταν αδύνατη, είναι σαφές ότι οι δυσμενείς συνθήκες στον αέρα και στη θάλασσα συνέβαλαν στη μείωση της επαγρύπνησής τους.
Στην Ανώτατη Διοίκηση Δύσης τα υποκλαπέντα μηνύματα της αντίστασης εκτιμήθηκαν ως προάγγελοι της εισβολής, αλλά μία πληροφορία της τελευταίας στιγμής και αληθινή να ήταν, είχε λίγη άξια, μια και δεν υπήρχε καμία ένδειξη πού ή πότε ακριβώς οι Σύμμαχοι θα αποβιβάζονταν, ενώ δεν υπήρχε και η δυνατότητα αναγνωριστικών πτήσεων για τη διασταύρωση της πληροφορίας. Τελικά, το βράδυ της 5ης Ιουνίου, τόσο η Ανώτατη Διοίκηση Δύσης όσο και η 15η Στρατιά, κατέληξαν στην εκτίμηση ότι η απόβαση θα γινόταν τις επόμενες 48 ώρες.
Αλλά παρόλο που η διοίκηση της 15ης Στρατιάς αυτοβούλως έθεσε τα στρατεύματά της στον υψηλότερο βαθμό επιφυλακής, η Oμάδα Στρατιών B' δεν έλαβε κανένα μέτρο. Tο επιτελείο του Ρόμελ εκτίμησε ότι τα υποκλαπέντα σήματα δεν αναφέρονταν σε επικείμενη εισβολή, ο ίδιος ο Ρόμελ ήταν στη Γερμανία, καθ' οδόν για μία συνάντησή του με τον Χίτλερ, και δεν κρίθηκε σκόπιμο να κληθεί αμέσως πίσω, έτσι η 7η Στρατιά στην περιοχή της απόβασης δεν τέθηκε σε επιφυλακή.
Oι πρώτοι άνδρες που πάτησαν το πόδι τους στη Nορμανδία τις πρώτες ώρες της 6ης Iουνίου ήταν οι αλεξιπτωτιστές της 6ης Aερομεταφερόμενης Mεραρχίας των Bρετανών και της 101ης και 82ης των Aμερικανών. Mία σειρά αναφορών από μονάδες της Γερμανικής 7ης Στρατιάς ενημέρωσε το στρατηγείο της μονάδας ότι κάτι σοβαρό βρισκόταν σε εξέλιξη. Στις 02:15 η 7η Στρατιά σήμανε συναγερμό σε όλες τις μονάδες στρατού, ναυτικού και αεροπορίας του τομέα της και πριν από τις 03:00 είχε συλληφθεί ο πρώτος Αμερικανός αιχμάλωτος.
H κατάσταση ήταν ακόμη θολή, αλλά οι αναφορές μιλούσαν για μία εκτεταμένη επιχείρηση. O επιτελάρχης της 7ης Στρατιάς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναμενόμενη απόβαση είχε αρχίσει και ορθά εκτίμησε ότι το κέντρο βάρους της ήταν στην περιοχή της Kαν και του Καρεντάν. Αντίθετα, οι ανώτατοι διοικητές των Γερμανικών δυνάμεων στη Δύση, ο Ρούντστεντ, ο στρατάρχης της Αεροπορίας, Σπέρλε, ο ναύαρχος Κράνκε και ο επιτελάρχης του Ρόμελ, στρατηγός Σπάιντελ, θεώρησαν την επιχείρηση ως την αναμενόμενη κίνηση αντιπερισπασμού και έκριναν ότι οι Σύμμαχοι θα επιχειρούσαν την απόβασή τους στα βόρεια της Νορμανδίας, στον τομέα της 15ης Στρατιάς.
Τελικά, όλες οι μονάδες στη χερσόνησο της Κοταντέν, στον τομέα της 7ης Στρατιάς, τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού για να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές αερομεταφερόμενες δυνάμεις. Αποστολή των τριών αερομεταφερόμενων μεραρχιών των Συμμάχων ήταν η εξασφάλιση των πλευρών των ακτών της απόβασης, αποτρέποντας τους Γερμανούς που βρίσκονταν στο εσωτερικό να αντεπιτεθούν.
Κύριοι αντικειμενικοί στόχοι τους ήταν η καταστροφή των γεφυρών και το μπλοκάρισμα των δρόμων που οι Γερμανοί θα ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν για να κινηθούν προς τις ακτές και η εξασφάλιση των γεφυρών που ήταν απαραίτητες στα στρατεύματα που θα αποβιβάζονταν στις ακτές για να κινηθούν στο εσωτερικό.
D-Day
Με την έναρξη της επιχείρησης 23.400 αλεξιπτωτιστές έπεσαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές, ενώ βομβαρδιστικά της RAF έριξαν 5.300 τόνους βόμβες στις Γερμανικές συστοιχίες πυροβολικού. Στις 6.30 π.μ. το 5ο και το 7ο Αμερικανικό σώμα κατευθύνθηκαν προς τις ακτές με τις κωδικές ονομασίες Ομάχα και Γιούτα, ενώ στις 7.30 π.μ. - λόγω διαφορών στην ώρα της παλίρροιας - η 3η Καναδική μεραρχία αποβιβάστηκε στην ακτή Τζούνο και η 3η και η 50ή Βρετανική μεραρχία στη Σορντ και στην Γκολντ.
Συνολικά 156.000 στρατιώτες και 20.000 οχήματα αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία την πρώτη ημέρα της επιχείρησης, συνεπικουρία 4.300 πλοίων - υπό τον Βρετανό ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ - και 11.000 αεροπλάνων - υπό τον Βρετανό πτέραρχο Τράφορντ Λέι-Μάλορι. Κύριος στόχος τους ήταν η δημιουργία και η σταθεροποίηση ενός προγεφυρώματος, ώστε να αποβιβαστούν και άλλες συμμαχικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες.
Αν και οι Σύμμαχοι είχαν υπεροχή σε αέρα και θάλασσα, οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Τα αεροπλάνα που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές πέταγαν πολύ ψηλά και πολύ γρήγορα για να αποφύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και πολλοί έπεσαν ως και 30 χιλιόμετρα μακριά από τα καθορισμένα σημεία πτώσης, ακόμη και εν τω μέσω Γερμανικών στρατευμάτων.
H κακοκαιρία που πρόσφερε στους Συμμάχους τον αρχικό αιφνιδιασμό δυσχέρανε σημαντικά την έκβαση της Απόβασης. Ειδικά στην Ομάχα, τα μισά από τα αμφίβια άρματα μάχης βυθίστηκαν. Πολλά αποβατικά πλοία αναποδογυρίστηκαν από τα πελώρια κύματα. Οι στρατιώτες που τελικά αποβιβάστηκαν ζαλισμένοι στην Ομάχα αντιμετώπισαν, εν αγνοία των διοικητών τους, την επίλεκτη 352η μεραρχία πεζικού και υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες.
Στην ακτή Σορντ οι Βρετανοί αντιμετώπισαν ακόμη ένα πρόβλημα. Γερμανικά άρματα μάχης εμπόδισαν την προέλασή τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονος συνωστισμός στην ακτή. Πέρα από τις όποιες δυσκολίες, η Απόβαση στέφθηκε με επιτυχία κυρίως λόγω της ανδρείας των στρατιωτών που έχυσαν το αίμα τους στις ακτές της Νορμανδίας. Με απώλειες που έφθασαν τις 10.000, οι Σύμμαχοι είχαν πια διεισδύσει στο «Οχυρό Ευρώπη». Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τις γερμανικές απώλειες, αλλά εκτιμώνται από 4.000 ως 9.000.
Αμέσως ξεκίνησε ένας «αγώνας υπεροπλίας» στην περιοχή. Στις 18 Ιουνίου είχαν αποβιβαστεί 600.000 στρατιώτες και 100.000 φορτηγά, χάρη στους δύο τεχνητούς λιμένες, τους λεγόμενους «Μάλμπερι», τους οποίους οι Σύμμαχοι κατασκεύασαν και ρυμούλκησαν από τη Βρετανία ως τις ακτές Ομαχα και Γκολντ! Παράλληλα είχαν δημιουργήσει πενήντα πρόχειρους αεροδιαδρόμους. Τώρα πια ήταν αδύνατο για τους Γερμανούς να πετάξουν τους Συμμάχους πίσω στη θάλασσα...
OI AΠOBAΣEIΣ ΣTIΣ AKTEΣ
Tα ξημερώματα της 6ης Iουνίου η εντυπωσιακή ναυτική αρμάδα των Συμμάχων προσέγγισε τις ακτές της Nορμανδίας, με την κάλυψη χιλιάδων αεροσκαφών που πετούσαν συνέχεια πάνω από τα πλοία που μετέφεραν τα στρατεύματα. Tα θωρηκτά και τα καταδρομικά άνοιξαν πυρ στις εχθρικές οχυρώσεις στην ακτή όπως και τα αντιτορπιλικά που συνόδευαν τα αποβατικά.
Tαυτόχρονα, τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων έρριψαν τόνους από βόμβες στους στόχους τους στις ακτές και στο εσωτερικό τους. Oι άνδρες των πρώτων κυμάτων επιβιβάστηκαν στα αποβατικά που θα τους μετέφεραν στις ακτές και τα αποβατικά που μετέφεραν άρματα, πυροβόλα και τεθωρακισμένα ξεκίνησαν μέσα στην αφρισμένη θάλασσα να καλύψουν τα τελευταία χιλιόμετρα προς τις παραλίες.
Ανάμεσά τους κινούνταν ειδικά εξοπλισμένα αποβατικά με πυροβόλα, ρουκέτες και πολυβόλα που θα παρείχαν εγγύς υποστήριξη με τα πυρά τους στους άνδρες που θα αποβιβάζονταν. Άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα των 105 μμ. είχαν τοποθετηθεί με τέτοιον τρόπο στα αποβατικά που τα μετέφεραν, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να βάλλουν τις εχθρικές θέσεις κατά τη μεταφορά τους προς τις ακτές.
Tα κύματα έκαναν δύσκολη την πλοήγηση των αποβατικών, ενώ πολλά από τα αμφίβια άρματα άρχισαν να βυθίζονται εξαιτίας της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Oι ακτές κρύφτηκαν από τις φλόγες και τους καπνούς από τις εκρήξεις των οβίδων και των βομβών, η περιορισμένη όμως ορατότητα λόγω του καιρού δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως σύντομα θα διαπίστωναν οι πρώτοι άνδρες που θα πατούσαν το πόδι τους στις ακτές.
Η ΑΠΟΒΑΣΗ
Χιλιάδες άνδρες περίμεναν αυτά τα χαράματα. Είχαν ξεκινήσει από τα πέρατα του κόσμου για να καταλάβουν το φρούριο Ευρώπη. Με την ίδια ανησυχία, ίσως και μεγαλύτερη, τα περίμεναν και οι Γερμανοί.
Οι παράκτιοι σταθμοί του ναυάρχου Κράνκε είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν ήχους πολλών πλοίων, πολύ πέραν από τα συνηθισμένα. Λίγο πριν από τις 5 το πρωί ο υποστράτηγος Πέμσελ, της 7ης Στρατιάς, τηλεφώνησε στον αρχηγό του επιτελείου του Ρόμμελ: «Πλοία συγκεντρώνονται ανάμεσα στις εκβολές του Βιρ και του Ορν. Εκτιμάται πως μία απόβαση του εχθρού και μία επίθεση σε μεγάλη κλίμακα εναντίον της Νορμανδίας είναι άμεση».
Αν και οι Σύμμαχοι είχαν υπεροχή σε αέρα και θάλασσα, οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Τα αεροπλάνα που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές πέταγαν πολύ ψηλά και πολύ γρήγορα για να αποφύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και πολλοί έπεσαν ως και 30 χιλιόμετρα μακριά από τα καθορισμένα σημεία πτώσης, ακόμη και εν τω μέσω Γερμανικών στρατευμάτων.
H κακοκαιρία που πρόσφερε στους Συμμάχους τον αρχικό αιφνιδιασμό δυσχέρανε σημαντικά την έκβαση της Απόβασης. Ειδικά στην Ομάχα, τα μισά από τα αμφίβια άρματα μάχης βυθίστηκαν. Πολλά αποβατικά πλοία αναποδογυρίστηκαν από τα πελώρια κύματα. Οι στρατιώτες που τελικά αποβιβάστηκαν ζαλισμένοι στην Ομάχα αντιμετώπισαν, εν αγνοία των διοικητών τους, την επίλεκτη 352η μεραρχία πεζικού και υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες.
Στην ακτή Σορντ οι Βρετανοί αντιμετώπισαν ακόμη ένα πρόβλημα. Γερμανικά άρματα μάχης εμπόδισαν την προέλασή τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονος συνωστισμός στην ακτή. Πέρα από τις όποιες δυσκολίες, η Απόβαση στέφθηκε με επιτυχία κυρίως λόγω της ανδρείας των στρατιωτών που έχυσαν το αίμα τους στις ακτές της Νορμανδίας. Με απώλειες που έφθασαν τις 10.000, οι Σύμμαχοι είχαν πια διεισδύσει στο «Οχυρό Ευρώπη». Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τις γερμανικές απώλειες, αλλά εκτιμώνται από 4.000 ως 9.000.
Αμέσως ξεκίνησε ένας «αγώνας υπεροπλίας» στην περιοχή. Στις 18 Ιουνίου είχαν αποβιβαστεί 600.000 στρατιώτες και 100.000 φορτηγά, χάρη στους δύο τεχνητούς λιμένες, τους λεγόμενους «Μάλμπερι», τους οποίους οι Σύμμαχοι κατασκεύασαν και ρυμούλκησαν από τη Βρετανία ως τις ακτές Ομαχα και Γκολντ! Παράλληλα είχαν δημιουργήσει πενήντα πρόχειρους αεροδιαδρόμους. Τώρα πια ήταν αδύνατο για τους Γερμανούς να πετάξουν τους Συμμάχους πίσω στη θάλασσα...
OI AΠOBAΣEIΣ ΣTIΣ AKTEΣ
Tα ξημερώματα της 6ης Iουνίου η εντυπωσιακή ναυτική αρμάδα των Συμμάχων προσέγγισε τις ακτές της Nορμανδίας, με την κάλυψη χιλιάδων αεροσκαφών που πετούσαν συνέχεια πάνω από τα πλοία που μετέφεραν τα στρατεύματα. Tα θωρηκτά και τα καταδρομικά άνοιξαν πυρ στις εχθρικές οχυρώσεις στην ακτή όπως και τα αντιτορπιλικά που συνόδευαν τα αποβατικά.
Tαυτόχρονα, τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων έρριψαν τόνους από βόμβες στους στόχους τους στις ακτές και στο εσωτερικό τους. Oι άνδρες των πρώτων κυμάτων επιβιβάστηκαν στα αποβατικά που θα τους μετέφεραν στις ακτές και τα αποβατικά που μετέφεραν άρματα, πυροβόλα και τεθωρακισμένα ξεκίνησαν μέσα στην αφρισμένη θάλασσα να καλύψουν τα τελευταία χιλιόμετρα προς τις παραλίες.
Ανάμεσά τους κινούνταν ειδικά εξοπλισμένα αποβατικά με πυροβόλα, ρουκέτες και πολυβόλα που θα παρείχαν εγγύς υποστήριξη με τα πυρά τους στους άνδρες που θα αποβιβάζονταν. Άρματα και αυτοκινούμενα πυροβόλα των 105 μμ. είχαν τοποθετηθεί με τέτοιον τρόπο στα αποβατικά που τα μετέφεραν, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να βάλλουν τις εχθρικές θέσεις κατά τη μεταφορά τους προς τις ακτές.
Tα κύματα έκαναν δύσκολη την πλοήγηση των αποβατικών, ενώ πολλά από τα αμφίβια άρματα άρχισαν να βυθίζονται εξαιτίας της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Oι ακτές κρύφτηκαν από τις φλόγες και τους καπνούς από τις εκρήξεις των οβίδων και των βομβών, η περιορισμένη όμως ορατότητα λόγω του καιρού δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως σύντομα θα διαπίστωναν οι πρώτοι άνδρες που θα πατούσαν το πόδι τους στις ακτές.
Η ΑΠΟΒΑΣΗ
Χιλιάδες άνδρες περίμεναν αυτά τα χαράματα. Είχαν ξεκινήσει από τα πέρατα του κόσμου για να καταλάβουν το φρούριο Ευρώπη. Με την ίδια ανησυχία, ίσως και μεγαλύτερη, τα περίμεναν και οι Γερμανοί.
Οι παράκτιοι σταθμοί του ναυάρχου Κράνκε είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν ήχους πολλών πλοίων, πολύ πέραν από τα συνηθισμένα. Λίγο πριν από τις 5 το πρωί ο υποστράτηγος Πέμσελ, της 7ης Στρατιάς, τηλεφώνησε στον αρχηγό του επιτελείου του Ρόμμελ: «Πλοία συγκεντρώνονται ανάμεσα στις εκβολές του Βιρ και του Ορν. Εκτιμάται πως μία απόβαση του εχθρού και μία επίθεση σε μεγάλη κλίμακα εναντίον της Νορμανδίας είναι άμεση».
Στην ίδια εκτίμηση είχε καταλήξει και ο στρατάρχης Γκερντ φον Ρούνστεντ στο Αρχηγείο του, ΟΒ West, έξω από το Παρίσι. Για την επίθεση όμως πίστευε ότι ήταν «επίθεση αντιπερισπασμού» και όχι η πραγματική. Είχε όμως την πρόνοια να διατάξει δύο μεραρχίες αρμάτων μάχης – την 12 Ες-Ες και την «Πάτσερ Λερ – που βρίσκονταν σε εφεδρεία κοντά στο Παρίσι, να σπεύσουν προς την ακτή. Οι εφεδρείες αυτές ήταν κάτω από τις διαταγές, αποκλειστικά, του Χίτλερ και δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν χωρίς την εντολή του.
Ο γηραίος όμως στρατάρχης το διακινδύνεψε, ενώ παράλληλα έστειλε αίτηση στο OKW, το Αρχηγείο του Χίτλερ, για την απελευθέρωση των δύο μεραρχιών, ώστε να μπουν στη μάχη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ήταν μία αίτηση, μόνο για τα προσχήματα. Το μήνυμα παραδόθηκε στο γραφείο του στρατηγού Άλφρεντ Γιοντλ, αρχηγού επιχειρήσεων του Χίτλερ, ο οποίος κοιμόταν και ο επιτελής του έκρινε ότι μπορούσε να περιμένει μέχρι να ξυπνήσει.
Όταν το είδε ο Γιοντλ τηλεφώνησε στον Ρούνστεντ ότι οι δύο μεραρχίες δεν μπορούσαν να μετακινηθούν χωρίς την άδεια του Χίτλερ που κοιμόταν. Ο Ρούνστεντ υπέκυψε, χωρίς να ζητήσει να τον ξυπνήσουν. Αηδιασμένος «ένιπτε τας χείρας του». Ο «δεκανέας» θέλει να διοικεί μόνος τα στρατεύματά του, σιγομουρμούρισε. Τρία μίλια πιο κάτω, στο ορεινό ερημητήριο του Χίτλερ στο Μπερχτεσγκάντεν της Νότιας Βαυαρίας, ο Φύρερ με την ερωμένη του Εύα Μπράουν κοιμόνταν κι αυτοί.
Κατά τις 5 το πρωί ο ναύαρχος φον Πουτκάμερ, επιτελής του Χίτλερ, ξύπνησε από τηλεφώνημα του αρχηγείου του Γιοντλ. Ο συνομιλητής του είπε ότι είχε αόριστες πληροφορίες για «κάτι αποβάσεις στη Γαλλία». Και οι δύο άνδρες κατέληξαν να μην ξυπνήσουν τον Χίτλερ. Το πρωί θα μπορούσαν να του πουν τα νέα. Στη Γαλλία οι στρατηγοί του Ρούνστεντ και το Σώμα Στρατιών Β' είχαν βάλει σε επιφυλακή τις μονάδες τους, αλλά κανένας δεν μπορούσε να εκτιμήσει το μέγεθος τις επικείμενης επίθεσης.
Οι στρατηγοί είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν. Τα υπόλοιπα εξαρτιόνταν από τους απλούς στρατιώτες που κρατούσαν την ακτή. Ο ταγματάρχης Βέρνερ Πλούσκατ, κουρασμένος και εκνευρισμένος με το κρύο να τον περονιάζει μέχρι το κόκκαλο, παρέμενε στο υπόγειο οχυρό του, πάνω από την ακτή Ομάχα. Από τη μία μετά τα μεσάνυχτα δεν είχε κανένα μήνυμα από τους προϊσταμένους του. Ένοιωθε απομονωμένος. Η διαίσθησή του ότι κάτι κακό θα συμβεί δεν τον άφηνε σε ησυχία. Τι γινόταν με τους αλεξιπτωτιστές και τους σχηματισμούς των αεροπλάνων;
Όλο το βράδυ με τα δυνατά κυάλια του πυροβολικού ερευνούσε το πέλαγος. Κάτω από φωτεινά διαλείμματα της φεγγαράδας στην αφρισμένη θάλασσα τίποτα ανησυχητικό δεν φαινόταν και όλα ήταν ειρηνικά. Δίπλα του κάθονταν ο λοχαγός Λουντζ Βίλκενιγκ και ο υπολοχαγός Φριτς Τέεν. Ο σκύλος του, Χάρας, ρουθούνιζε τεμπέλικα. Άρχισε να χαράζει όταν πήρε και πάλι τα κυάλια για να κάνει άλλη μία παρατήρηση στο πέλαγος. Κάπου στο κέντρο του κόλπου σταμάτησε τη «σάρωση του ορίζοντα» και κοίταξε επίμονα.
Μέσα από την πρωινή ομίχλη που σιγά-σιγά άρχισε να σκορπίζει, εκεί από το πουθενά, άρχισαν να φαίνονται πλοία, εκατοντάδες πλοία, κάθε μεγέθους, σαν να ήταν εκεί από ώρες. Μια αρμάδα – φάντασμα που έκανε διάφορες μανούβρες. Κοίταζε αποσβολωμένος, χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Το ένστικτό του δεν είχε λαθέψει για άλλη μία φορά. Αργότερα θα πει ότι τότε πίστεψε ότι αυτό ήταν το τέλος για τη Γερμανία. Στράφηκε στους δύο αξιωματικούς του και είπε: «Είναι η εισβολή. Φροντίστε για τους εαυτούς σας».
Αμέσως σηκώνει το τηλέφωνο και λέει στον ταγματάρχη Μπλοκ στο αρχηγείο της 352ης Μεραρχίας: «Είναι η εισβολή. Πρέπει να είναι δεκάδες χιλιάδες πλοία εδώ έξω. Είναι απίστευτο. Είναι φανταστικό». «Έλα στα συγκαλά σου Πλούσκατ. Τόσα πλοία δεν έχουν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί. Κανένας δεν έχει», τον καθησυχάζει ο Μπλοκ. «Και πού πηγαίνουν τα πλοία» τον ρωτά. «Έρχονται κατ’ ευθείαν επάνω μου», απαντά ο Πλούσκατ.
Μέσα στο θαμπό γκρίζο φως που άρχισε να σκορπίζει εκείνα τα χαράματα της 6ης Ιουνίου, ο μεγαλόπρεπος συμμαχικός στόλος απλωνόταν στα ανοιχτά των πέντε ακτών της Νορμανδίας. Η θάλασσα έβραζε από πλοία. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζαν οι τεράστιες σιλουέτες των θωρηκτών, πιο κοντά τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά να πηγαινοέρχονται. Πίσω τους πλησίαζαν τα μεταγωγικά και τα αποβατικά γεμάτα με στρατό. Προχωρούσαν αργά προς τις ακτές.
Σημαίες μάχης ανέμιζαν στους ιστούς των πλοίων, φωτεινά σήματα και άλλα με τους ναυτικούς επισείοντες στους ιστούς, αντάλλασσαν μεταξύ τους σήματα. Οι αποβατικές άκατοι κατέβαιναν από τα αποβατικά σκάφη ενώ οι άνδρες στριμώχνονταν στα καταστρώματα περιμένοντας τη σειρά τους για να κατέβουν από γλιστερές ανεμόσκαλες ή δίχτυα που ήταν ριγμένα στις πλευρές των αποβατικών.
Μια σειρά από μηνύματα απευθύνονταν στους μαχητές: «Πολεμήστε για να βγάλετε τα στρατεύματά σας στην ακτή, πολεμήστε για να σώσετε τα πλοία σας, κι αν σας μένει λίγη δύναμη, πολεμήστε για να σώσετε τους εαυτούς σας». «Αμερικανοί Κυνηγοί, επανδρώστε τις θέσεις σας». «Θυμηθείτε τη Δουγκέρκη. Θυμηθείτε το Κόβεντρο. Ο Θεός να σας ευλογεί όλους». «Άνδρες έχετε εισιτήριο μόνο μιας κατεύθυνσης». Και δύο μηνύματα που θυμούνται όλοι: «Άπωσον όλα τα σκάφη» και «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου».
Βρεγμένοι, ζαλισμένοι από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένοι, οι άνδρες στις αποβατικές ακάτους κατευθύνονταν στις πέντε ακτές. Ήταν μια περίπλοκη και επικίνδυνη επιχείρηση. Μετέφεραν τόσο εξοπλισμό πάνω τους που ήταν δύσκολο να κινηθούν. Ο καθένας είχε σωσίβιο, το όπλο του, σκαφτικά εργαλεία, δέμα πρώτων βοηθειών, παγούρια, μαχαίρια, ξηρά τροφή, χειροβομβίδες και συχνά μέχρι 250 σφαίρες. Μερικοί άνδρες με ειδικές αποστολές ζύγιζαν, τουλάχιστον, 150 κιλά.
Μέσα σ’ αυτά τα πλοιάρια δεν υπήρχαν ήρωες. Υπήρχαν άνθρωποι που βρέχονταν από τα κύματα, που κρύωναν, γεμάτοι αγωνία, κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλο που, συχνά, μην έχοντας χώρο να κάνουν εμετό, έκαναν πάνω στο διπλανό τους. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους σφύριζαν τα τεράστια βλήματα που έστελναν κατά των επάκτιων οχυρών και εχθρικών θέσεων αμύνης στις ακτές αποβάσεως τα αμερικανικά θωρηκτά Τέξας, Αρκάνσας, Νεβάδα, τα βρετανικά Γουώρσπάιτ, Νέλσων, Ρόντνεϊ, μαζί με τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά του ναυτικού βομβαρδισμού.
Παρά την αρχική ασθενή εχθρική αντίδραση τα πληρώματα των αποβατικών είχαν να υπερνικήσουν μεγάλες δυσκολίες, πριν οι στρατιώτες κατορθώσουν να στερεωθούν στις ακτές. Οι περισσότερες προέρχονταν από τον κυματισμό και τα εμπόδια που είχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί στις ακτές. Σε μερικές, μάλιστα, η παλίρροια ήταν ψηλότερη της αναμενόμενης, η εκκαθάριση των εμποδίων δεν ήταν δυνατή και τα πλοία αναγκάζονταν να περάσουν ανάμεσα απ’ αυτά με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλες ζημιές.
Ο Ρόμμελ, αφότου ήλθε στη Γαλλία, είχε δώσει εντολή να τοποθετηθούν αντιαποβατικά εμπόδια στις ακτές, ένα πραγματικό φράγμα από «Βελγικές σχάρες», αρκετές σειρές από αιχμηρά δοκάρια, μερικές ζώνες «τετράεδρα» και «σκαντζόχοιροι».
ΧΑΡΤΕΣ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(ΜΕΡΟΣ Α')* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β'
ΠΗΓΕΣ :
http://www.sa-snd.gr/docs-pdfs-xm/h41xm-thelongestday-a.pdf
http://www.sa-snd.gr/docs-pdfs-xm/h41xm-thelongestday-b.pdf
http://www.sa-snd.gr/docs-pdfs-xm/h41xm-thelongestday-c.pdf
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/83
http://el.wikipedia.org/wiki/
http://el.wikipedia.org/wiki/
http://el.wikipedia.org/wiki/
http://www.onalert.gr/stories/fotografies-ntokoumento-apo-tin-apovasi-tis-normadias
http://www.tovima.gr/opinions/article/
http://www.sa-snd.gr/hw7-invasion%20of%20normandy.htm
http://www.greekamericannewsagency.com/
http://www.lifo.gr/team/lola/38904
http://www.istorikathemata.com/
https://plus.google.com/photos/
ΜΕΡΟΣ Α' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/03/d-day.html
ΜΕΡΟΣ Β' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/03/d-day_31.html
Χορηγός: mixanikos365 διακριτικά στο τέλος του άρθρου χωρίς συνεχείς διαφημήσεις και αναδυόμενα παράθυρα