Ο Ελληνικός Εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε μόνο από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.
Γενικότερο κλίμα
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη. Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.
Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτριο Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.
Α΄ ελληνικός εμφύλιος
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα
Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες».Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.
Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος (ε.σ.) στο οποίο ηγείτο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος (έχοντας στη θέση του αντιπροέδρου τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος (β.σ.) που είχε επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823. Αμφότερα τα σώματα έδρευαν εκείνη την περίοδο στη Σαλαμίνα.
Υπόβαθρο
Το ε.σ. διέθετε την πολιτική (κυβερνητική) εξουσία, την οποία ασκούσε δια των υπουργών του, των επάρχων και με τις διοικητικές-οικονομικές του υπηρεσίες. Παράλληλα όμως, είχε και την ισχύ των όπλων (στρατιωτική εξουσία) καθώς σε αυτό παρέμενε πιστή η πλειοψηφία των επαναστατικών στρατευμάτων των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών. Προπύργια του ε.σ. ήταν το φρούριο του Ναυπλίου, το οποίο ήλεγχε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος (ως φρούραρχος) και η εύπορη επαρχία της Ηλείας στην οποία κυριαρχούσε ο Σισίνης και η οποία είχε μετατραπεί σε εφοδιαστικό κέντρο της κυβέρνησης. Ο ρόλος του β.σ. φαινόταν έτσι δευτερεύοντας, λόγω της εξάρτησής του από το ε.σ. Ωστόσο, το τελευταίο δεχόταν έντονη κριτική που έφτανε στη δημόσια διατύπωση κατηγοριών, τόσο από τα μέλη του β.σ. κατά τις συνεδριάσεις τους, όσο και από τους πλοιοκτήτες της Ύδρας, του πιο ισχυρού από τα ναυτικά νησιά της επαναστατημένης χώρας και το οποίο πρόσκεινταν στο β.σ. Τάσεις αμφισβήτησης της εξουσίας του ε.σ. εκδηλώνονταν ήδη στην Αχαΐα από τον Ζαΐμη και στην Ηλεία, αλλά και στη Βοστίτσα και στα Καλάβρυτα, από τους αδελφούς Λόντου. Επιπλέον, μυστικές διαβουλεύσεις που διεξάγονταν, είχαν οδηγήσει αρκετούς απ’ τους μέχρι τότε υποστηρικτές του Κολοκοτρώνη να μεταπηδήσουν φανερά ή κρυφίως στην αντίθετη παράταξη (β.σ.) Υπεροπλία όμως διέθετε το β.σ. σε βάρος του ε.σ. και βάσει των συμμετέχοντων στα δυο «κόμματα» προσωπικοτήτων, αφού έναντι των έμπειρων πολιτικών του β.σ. (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Λ. Κουντουριώτης, Ζαίμης κ.α.) το ε.σ. είχε να αντιπαρατάξει ουσιαστικά μόνο το σύμβουλο του Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μεταξά.
Η διαμάχη του Σεπτεμβρίου 1823
Στο περιθώριο του προσεταιρισμού του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος είχε φτάσει στην Κεφαλλονιά σαν απεσταλμένος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου προκειμένου να μεσολαβήσει για τη σύναψη δανείου με Άγγλους τραπεζίτες, οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές επέτειναν την προσπάθεια για επικράτηση, προκειμένου να αναλάβουν τη διαχείρηση των χρημάτων. Το ε.σ. διέβλεπε στην παγίωση της θέσης του, ενώ το β.σ. εργαζόταν για την κατάργησή του και την αντικατάστασή του από νέο ε.σ. το οποίο θα ήλεγχε. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του, το ε.σ. μετέφερε την έδρα του από τη Σαλαμίνα στην Τριπολιτσά καλώντας και το β.σ. να πράξει το ίδιο, προκειμένου να οργανωθεί ορθότερα η απαραίτητη ενέργεια της ελληνικής διοίκησης προς στρατολόγηση ανδρών που θα στέλνονταν σε ενίσχυση της πολιορκίας των Πατρών, αλλά και για τη γενικότερη άμυνα της Δυτικής Ελλάδας, που απειλούνταν από νέα κάθοδο ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων. Το β.σ. όμως αρνήθηκε επίμονα τη μεταστέγασή του επικαλούμενο την ανάγκη οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων (σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Εύβοια, ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου, συντονισμός των κινήσεων για την αποστολή επιτροπής στην Αγγλία για τη σύναψη του δανείου κ.α.) Μάλιστα, το β.σ. ψήφισε τη μεταφορά της έδρας του στο Άργος, ωστόσο συνέχισε να παραμένει στη Σαλαμίνα έως και τις αρχές του Οκτωβρίου 1823.
Εκποίηση εθνικών κτημάτων
Προκειμένου το ε.σ. να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους χρηματικούς πόρους για τη χρηματοδότηση των δυο εκστρατειών που σχεδίαζε (προς το Μεσολόγγι δια θαλάσσης και χερσαίως προς την Πάτρα) αλλά και την υλοποίηση της στρατολόγησης, προκήρυξε εκποίηση των εθνικών κτημάτων (πλην εθνικής γης) της Πελοποννήσου, καλώντας παράλληλα δια του Υπουργείου της Οικονομίας τους ενδιαφερομένους να τα αγοράσουν. Στις 7 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η αντίδραση του β.σ. με την άρνησή του να επικυρώσει την πράξη εκποίησης, θεωρώντας την παράνομη βάσει του ισχύοντος κανονισμού (οργανικός νόμος). Σε μια ευφυή κίνησή του τότε, ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος ότι κύριος στόχος των ενεργειών του β.σ. ήταν να πλήξουν το προσωπικό του γόητρο, παραιτήθηκε του πολιτικού του αξιώματος στις 15 Οκτωβρίου ενώ δυο μέρες αργότερα δήλωσε πως θα συνέχιζε τον Αγώνα όχι πια δια του στρατιωτικού τίτλου που έφερε (αρχιστράτηγος) αλλά «ως απλός πατριώτης και στρατιώτης»
Όξυνση της αντιπαράθεσης
Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Στις 10 Νοεμβρίου το β.σ. μετακινήθηκε επίσημα από τη Σαλαμίνα στο Άργος ενώ είχε φροντίσει να εξασφαλίσει και στρατιωτική υποστήριξη. Μια εβδομάδα μετά, οξύνοντας την κατάσταση, κάλεσε εγγράφως τα μέλη του ε.σ. να προσέλθουν κι αυτά στο Άργος, προκειμένου να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον τους για κατάχρηση εξουσίας. Με σοβαρές κατηγορίες παραπέμπονταν ενώπιον 9μελούς επιτροπής τόσο το μέλος του ε.σ. Ανδρέας Μεταξάς (φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη, τον οποίο και καθαιρεί πραξικοπηματικά το β.σ.) όσο και ο Υπουργός των Οικονομικών Χαρ. Περούκας. Επίσης, σε 7μελή επιτροπή, κλήθηκαν έντεκα παραστάτες (βουλευτές) του Ναυπλίου, οι οποίοι πρόσκεινταν στο ε.σ., ως «λιποτακτήσαντες» Αντιδρώντας, το ε.σ. έκρινε όλες τις ανωτέρω ενέργειες και παραπομπές σαν αυθαίρετες και άκυρες λόγω έλλειψης απαρτίας των μελών του β.σ., καθώς μόνο το 1/3 των μελών έδινε το «παρών» στις συνεδριάσεις και τις σχετικές ψηφοφορίες και ως εκ τούτων τις θεώρησε παράνομες. Στις 26 ή 28 Νοεμβρίου έφτασαν απ’ το Ναύπλιο στο Άργος οι Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χατζηχρήστος και Τσόκρης, επικεφαλής ομάδας περίπου 200 ενόπλων, διέκοψαν τη συνεδρίαση του β.σ. και απαίτησαν από τα μέλη του να έρθουν σε συμβιβασμό με το ε.σ. ειδεμή οι ίδιοι απειλούσαν ότι θα καταλάμβαναν την Αρχή δια της δύναμης των όπλων τους και θα εγκαθίδρυαν στρατιωτική κυβέρνηση («γκοβέρνο μιλιτάρε». Οι στρατιωτικοί, ύστερα από έντονη λεκτική αντιπαράθεση και απειλές (ακόμη και ύβρεις) που απηύθυναν προς τους πολιτικούς, αρπάζουν εκ μέρους του ε.σ. τις σφραγίδες και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων. Στις 3 Δεκεμβρίου 1823 το β.σ. ξεκίνησε τις εργασίες του στο Κρανίδι, μετά από ενθάρρυνση της Ύδρας Στον αντίποδα, η αντίδραση του ε.σ. είχε εκφρασθεί με μακρύ διάγγελμα του Π. Μαυρομιχάλη, το οποίο είχε εκδοθεί στις 13 Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ στο Κρανίδι αποφασίσθηκε η αντικατάσταση του ε.σ. αλλά και η τοποθέτηση του Μαυρομιχάλη ως προέδρου του β.σ. για να τον εξευμενίσουν, αλλά –κύρια- για να διασπάσουν τη συνεργασία του με τον Κολοκοτρώνη. Την προεδρία του νέου ε.σ. πρόσφεραν στο Λ. Κουντουριώτη, όμως ο τελευταίος επικαλέστηκε λόγους υγείας και άλλους, βάσει των οποίων του ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει την Ύδρα, αντιπροτείνοντας τον αδελφό του, Γ. Κουντουριώτη. Ωστόσο ο Πετρόμπεης αρνήθηκε να συμπράξει και τότε το β.σ. αποφάσισε την έκπτωση και αντικατάστασή του, όχι μόνο του ίδιου αλλά και των υπολοίπων μελών του ε.σ., αφού πρώτα παραπέμπονταν σε 9μελή ανακριτική επιτροπή ο Μαυρομιχάλης και ο Σ. Χαραλάμπης με σοβαρότατες κατηγορίες. Προηγούμενα, το β.σ. αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τους δυο προαναφερόμενους άνδρες, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.
Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.
Με το τελευταίο αυτό γεγονός, κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1825.
Β΄ ελληνικός εμφύλιος
Στην δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Ύδρα και οι Υδραίοι καραβοκύρηδες και συγκεκριμένα η Αγγλόφιλη οικογένεια Κουντουριώτη που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας με το μέρος της. Από την άλλη αντίπαλοι τους ήταν οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Με την συνεργασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως εγγυητή του αγγλικού δανείου, και των Ρουμελιωτών, η υπεροχή των Υδραίων έναντι των αντιπάλων τους ήταν αδιαμφισβήτητη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι σχεδόν οι Μωραΐτες (και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών). Ενώ από την άλλη αντίπαλοι των Μοραϊτών ήταν οι Υδραίοι και οι Ρουμελιώτες. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη. Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων.
Σε όλον αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων προστίθεται και ένα νέο πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος θα είναι καθοριστικός για την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός με καταγωγή από το Συράκο Ιωαννίνων, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Υδραίων και Ρουμελιωτών. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να φέρει σε επαφή τον Γκούρα, μετέπειτα φρούραρχο των Αθηνών, και τον Καραϊσκάκη με τους Υδραίους καθιστώντας τους σημαντικούς συμμάχους του.
Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν και τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντας το επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή. Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου. Κατά κύριο λόγο η βουλή απαρτιζόταν από νησιώτες, συμμάχους των Κουντουριωταίων και γενικώς των Υδραίων. Αυτή εξέλεξε πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη αυτής τους Π. Μπότσαρη, Αν. Σπηλιωτάκη, Ιωάννη Κωλέττη και Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα.
Η απάντηση των Μωραϊτών είναι άμεση. Συνασπίζονται όλοι σε μια ενιαία παράταξη ξεχνώντας για την ώρα τα μίση που τους χώριζαν, αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δίνουν εντολή στον Ασημάκη Φωτήλα να παραιτηθεί από μέλος της κυβέρνησης. Η σύγκρουση πια μεταξύ κυβέρνησης Κουντουριώτη και Μωραϊτών είναι γεγονός.[15]
Στις 23 Οκτωβρίου σώμα 500 στρατιωτών με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα ξεκινάει για να επιβάλλει την τάξη στην Αρκαδία, η οποία είχε επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης. Ο στρατός του Παπαφλέσσα εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να επιβάλουν την τάξη στην εξεγερμένη Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτή η έμπνευση του σχεδίου ήταν εξολοκλήρου του Ιωάννη Κωλέττη.
Ένα απρόσμενο γεγονός έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα νίκης στους Υδραίους. Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη βύθισε στη λύπη τον Θεόδωρο, προκαλώντας του παράλληλα αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα.
Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιάλεια όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών και των βασανισμών συνέβησαν, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλήται το φουστάνι της Ζαΐμενας» Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και ο στρατός του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.
Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμηντων παθόντων όσα κακά έπαθαν επι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε τη σύλληψη, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο και αφού οδηγήθηκε στη Γαστούνη, από εκεί και πέρα προχώρησε πεζός, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιας κατηγορίας. Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, παραδίνεται στις αρχές, μεταφέρεται στην Αθήνα και φυλακίζεται στην Ακρόπολη. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, στραγγαλίστηκε και ρίχτηκε από την Ακρόπολη στις 5 Ιουνίου 1825 μετά τα μεσάνυχτα. Στον λαό διαδόθηκε τότε ότι πήγε να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι έπεσε από την Ακρόπολη και τσακίστηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατό του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γκούρας.
Έτσι έχοντας επικρατήσει ολοκληρωτικά και έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της, η φιλοαγγλική κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν πλέον ελεύθερη να περάσει την πολιτική της και να ηγηθεί της επανάστασης.
Μεσολόγγι: Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και η «Γυναίκα της
Ζάκυνθος»
Πρόκειται για το σπουδαιότερο, από κάθε άποψη, γεγονός στην ελληνική Επανάσταση του 1821. Κάθε χρόνο στις 10 του Απρίλη το ελληνικό κράτος κάνει «εντυπωσιακές» παράτες και όταν σβήνουν τα φώτα της γιορτής, μένει ο μύθος ενός κάστρου που το πολιόρκησαν οι Τούρκοι και οι ηρωικοί Έλληνες έκαναν «έξοδο». Η επίσημη ιστορία σταματάει εδώ, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Και έχει πολλές…
Το επιτελικό σχέδιο των Οθωμανών
Το 1825 διαμορφώνεται το επιτελικό σχέδιο για την κατάπνιξη του «ζορμπαλικιού» των Ελλήνων, με τη συνδρομή ευρωπαίων αξιωματικών, όπως του επιτελάρχη του Ιμπραήμ, του Γάλλου συνταγματάρχη Σεβ. Στο σχέδιο θα συμβάλουν με στρατιωτικό υλικό, πληροφορίες και ανοιχτή κατασκοπία αγγλικές, γαλλικές και αυστριακές δυνάμεις. Ήξερε πολύ καλά ο Σολωμός τι έλεγε: «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπι Άγγλου».
Ουσιαστικά έφτιαχναν μία τανάλια όπου η μία λαβή της, η στρατιά του Ιμπραήμ, θα κυριαρχούσε στον Μοριά και η άλλη, η στρατιά του Κιουταχή κατεβαίνοντας από την Δυτική Ελλάδα θα έφτανε στην Κόρινθο το καλοκαίρι του 1825. Η μία λαβή έκλεισε, ο Ιμπραήμ ουσιαστικά κατέπνιξε την αντίσταση στην Πελοπόννησο. Η άλλη όμως, ο Κιουταχής, κόλλησε μπροστά στον φράκτη του Μεσολογγίου, ακυρώνοντας και τη νίκη του Ιμπραήμ που υποχρεώθηκε να αφήσει τον Μοριά και να έρθει κι αυτός στο Μεσολόγγι.Είναι χαρακτηριστικό και επιβεβαιωμένο το γεγονός πως στις αρχές του Αυγούστου του 1825, μετά από αλλεπάλληλες μεγάλες νίκες των πολιορκημένων, ο Κιουταχής διέταξε κι έφτιαξαν τον τάφο του μπροστά στο Μεσολόγγι, θέλοντας έτσι να δείξει το χαρακτήρα ζωής και θανάτου που είχε η σύγκρουση. Και υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να «θαφτούν» εκεί και αυτός κι ο Ιμπραήμ και οι ισχυρότερες δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει η Οθωμανική αυτοκρατορία. Το γεγονός αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε νίκη της ελληνικής Επανάστασης με τα δικά της όπλα, δηλαδή χωρίς εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το ήθελαν όλοι αυτό άραγε; Σίγουρα δεν το ήθελαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Η ευκαιρία που χάθηκε(;)
Γράφει ο Δ. Φωτιάδης: «ήταν πια ξεκάθαρο πως σε τούτη τη στενή λουρίδα γης δινόταν ο πιο κρίσιμος αγώνας. Ο εχθρός κατάλαβε και μπροστά στον “φράκτη” θα ρίξει όλα τα ασκέρια και τις αρμάδες της Ανατολής. Αυτό δεν είχαν μάτια να το δουν οι δικοί μας πολιτικάντηδες»(1).
Ο Αύγουστος Φαμπρ στην «Ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου» που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1827 είναι κατηγορηματικός: «Αν μονάχα 6.000 καλά στρατεύματα συνέτρεχαν τις προσπάθειες της φρουράς, η πολιορκία θα λυνόταν και η στρατιά του Κιουταχή και του Ιμπραήμ θα καταστρεφόταν»(2).
Υπήρχαν αυτά τα στρατεύματα; Φυσικά! Στις αρχές του 1826, στην κορύφωση της σύγκρουσης στο Μεσολόγγι, η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στράτευμα από 1.000 άνδρες (ο Σπυρομηλιός μιλά για 3.000) με επικεφαλής τους Κριεζώτη, Μαυροβουνιώτη και Χατζημιχάλη στη… Βηρυτό, μετά από πρόσκληση του Μπεσίνι, εμίρη του Λιβάνου! Την ίδια εποχή, 2.750 άντρες του ταχτικού στρατού με τον Φαβιέρο και περίπου 400 άτακτοι με τον Γκούρα στέλνονται σε εκστρατεία στην… Εύβοια!
Παρόλα αυτά, ο Καραϊσκάκης συγκεντρώνει 3.000 περίπου άντρες με σκοπό να καλύψει την Έξοδο των πολιορκημένων. Μόλις 3 μέρες(!) πριν την έξοδο, η κυβέρνηση αφαιρεί τη διοίκηση από τον Καραϊσκάκη και την αναθέτει στον Κώστα Μπότσαρη, με αποτέλεσμα να βγει χωρίς κάλυψη η φρουρά! Πολλές συμπτώσεις…
Έστω κι έτσι όμως το Μεσολόγγι δεν ηττήθηκε στρατιωτικά. «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε…», για να θυμηθούμε πάλι τον Σολωμό. Αν είχε εφόδια το Μεσολόγγι δεν θα έπεφτε ποτέ! Αυτό δεν είναι αυθαίρετη εκτίμηση: Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ διασώζει μια συνομιλία του μετά το τέλος της πολιορκίας όπου ο συνομιλητής του λέει: «Βλέπεις πως λιώνει εκείνο το χιόνι στα βουνά; Έτσι θα λιώναμε και εμείς αν το Μεσολόγγι είχε τροφές για 3 βδομάδες ακόμα»(3). Ο συνομιλητής του ήταν ο Ιμπραήμ πασάς!
Και γιατί … «τα μάτια η πείνα εμαύρισε»; Και φτάνουμε στο πιο κρίσιμο ερώτημα: ήταν νομοτελειακό να τελειώσουν οι τροφές των πολιορκημένων; Η απάντηση είναι όχι. Αρχικά να αναφερθούμε στο τεράστιο λάθος να μείνουν μέσα στην πόλη περίπου 7.000 άμαχοι. Αυτό ήταν καταστροφικό για την τροφοδοσία. Ήταν όντως απόφαση των ίδιων, πριν τους κατηγορήσουμε όμως ας συνυπολογίσουμε την εποχή και τις συνθήκες. Η πραγματική λύση θα ήταν η κυβέρνηση να αναλάβει την προστασία τους. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση είχε άλλα στο μυαλό της.
Στις 24 Ιούλη του 1825 και ενώ στο Μεσολόγγι οι πολιορκημένοι νικούν σε αλλεπάλληλες μάχες τον Κιουταχή, η ελληνική κυβέρνηση με αρχιγραμματέα τον Αλ. Μαυροκορδάτο αποφασίζει την περιβόητη «Πράξη υποτέλειας» προς την Αγγλία: «Άρθρον 1ον: Το Ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως, υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μ. Βρετανίας».
Το έγγραφο αυτό έτρεξαν να το πάνε στο Λονδίνο, στον υπουργό Εξωτερικών Κάνιγγ. Σύμπτωση, μαζί με τους απεσταλμένους της κυβέρνησης, στο Λονδίνο, στις 29 Σεπτεμβρίου 1825 βρίσκονταν εκεί ο Ι. Ορλάνδος και ο Α. Λουριώτης, ως αντιπρόσωποι της Ελλάδας για να συζητήσουν με την αγγλική κυβέρνηση περί του δεύτερου δανείου. Με αυτά τα δεδομένα, οι Άγγλοι τραπεζίτες θα εγκρίνουν δάνειο 2.000.000 χρυσών λιρών με τοκογλυφικούς όρους. Συνέφερε λοιπόν την Αγγλία να νικήσουν οι Έλληνες στο Μεσολόγγι και, πιθανότατα, να αποκτήσουν μόνοι τους την ελευθερία τους;
Υπάρχει και συνέχεια: Το Μεσολόγγι το εφοδίαζε ο ελληνικός στόλος. Όταν, τον Δεκέμβρη του 1825, έφτασε έξω από την πόλη ο Ιμπραήμ, αντιπροσωπεία των πολιορκημένων έφυγε για το Ανάπλι για να ζητήσει βοήθεια. Στις επίμονες εκκλήσεις τους πήραν μόνο υποσχέσεις. Τελικά με έρανο(!) μάζεψαν 70.000 γρόσια. Ο Μιαούλης από την αρχή ξεκαθάρισε πως με το ποσό αυτό ήταν αδύνατον να συγκροτηθεί αξιόμαχος στόλος που θα έσπαγε τον αποκλεισμό. Στις 20 Μάρτη του 1826 ξεκίνησαν ελάχιστα πλοία που παρά τις ηρωικές τους προσπάθειες δεν κατάφεραν να περάσουν στο Μεσολόγγι τα εφόδια. Μην φανταστείτε τίποτα τρομερό: ένα φορτίο παξιμάδια έστελνε η Ελληνική κυβέρνηση στο Μεσολόγγι. Ακόμα όμως κι αυτό αν πέρναγε η πόλη θα άντεχε.Αναλυτικά τα γεγονότα
Ένα από τα πολυσήμαντα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ήταν η πολιορκία και η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου. Η πολλαπλή σημασία της εντοπίζεται στη στρατηγική θέση της περιοχής, στον αντίκτυπο που είχε σε πανευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, μα πάνω απ΄ όλα στο πνεύμα ανυποταγής και πίστης στην ελευθερία των πολιορκημένων Μεσολογγιτών και μη, που πάλεψαν με πρωτοφανή ηρωισμό και αυταπάρνηση απέναντι σε έναν δυσανάλογο αριθμητικά εχθρό με αντίτιμο την ίδια τους τη ζωή. Το Μεσολόγγι προσχώρησε στην Επανάσταση δύο μήνες μετά την κήρυξή της (Μάιος 1821). Η γεωγραφική θέση της πόλης ήταν στρατηγικής σημασίας καθώς αποτελούσε κόμβο επικοινωνίας μεταξύ Στερεάς και υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτόν ακριβώς το ρόλο της είχαν αντιληφθεί οι τοπικοί ηγέτες της Επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι η πόλη διετέλεσε έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας που ονομάστηκε Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά και οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν αξιολογήσει την περιοχή με αντίστοιχο τρόπο και επιδίωκαν την κατάληψη της πόλης προς εξυπηρέτηση των στρατιωτικών τους συμφερόντων.
Το 1822 η πόλη πολιορκήθηκε για πρώτη φορά από το συνασπισμένο στρατό του Κιουταχή που είχε νικήσει προηγουμένως τους Έλληνες στη Μάχη του Πέτα και του Ομέρ Βρυώνη που είχε ολοκληρώσει την υποταγή του ηρωικού Σουλίου. Δυστυχώς στις τάξεις των Τούρκων προσχωρούν και Έλληνες καπεταναίοι με τους πολεμιστές τους, όπως ο Ίσκος και ο Ράγκος, ορκισμένος εχθρός του αρχιστράτηγου της Ρούμελης Γεωργίου Καραισκάκη. Οι Τούρκοι όμως βρίσκουν τους υπερασπιστές της πόλης προετοιμασμένους. Εκτός από τους ντόπιους, στρατός 1.000 ανδρών με επικεφαλής τους Πετρόμπεη, Δεληγιάννη και Ζαΐμη φτάνει απ΄ τον Μοριά για να συνδράμει την άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης υδραίικα μπρίκια υπό την αρχηγία του Ανδρέα Μιαούλη «σπάνε» το θαλάσσιο αποκλεισμό της πόλης. Ο Ομέρ Βρυώνης παρ΄όλα αυτά διατάζει έφοδο ανήμερα των Χριστουγέννων του 1823, προσβλέποντας σε αιφνιδιασμό των πολιορκημένων λόγω της ημέρας. Αποτυγχάνει και στη συνέχεια εγκαταλείπει τα αρχικά του σχέδια.
Τρία χρόνια μετά από την ανεπιτυχή κατάληψη του Μεσολογγίου ο Κιουταχής – νικητής του Πέτα - επανέρχεται με νέο σχέδιο έπειτα από εντολή του Σουλτάνου. Με υπεράριθμη στρατιά 20.000 ανδρών ξεκινά από τα Τρίκαλα τέλη Φλεβάρη του 1825 και 15 Απρίλη του 1825 φτάνει προ των πυλών. Στους 20.000 άνδρες του Κιουταχή οι Έλληνες κάτοικοι ανέρχονται στον αριθμό των 12.000 ενώ κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται από τις γύρω περιοχές. Στις 27 Μαΐου 1825 ο Μιαούλης με πλοία ανεφοδιάζει την πόλη με τρόφιμα και πυρομαχικά. Στις 21 Ιουλίου ο Κιουταχής καλεί τους πολιορκημένους σε συνθηκολόγηση οι οποίοι αρνούνται κατηγορηματικά. Ο Μιαούλης όμως με 40 πλοία τρέπει σε φυγή τον αιγυπτιακό στόλο που συμπράττει μαζί με τους Τούρκους στην προσπάθεια κατάληψης της «Ιερής Πόλης». Στις 9 Σεπτεμβρίου 1825 πραγματοποιείται έξοδος των Ελλήνων και επίθεση εναντίον των Τούρκων. Στη διάρκεια του χειμώνα ο Κιουταχής διαλύει το στρατό του και αποσύρεται προσωρινά. Στο μεταξύ ο Καραΐσκάκης κι άλλοι Ρουμελιώτες καπεταναίοι έχουν καταλάβει στρατηγικά σημεία στα νώτα του Κιουταχή και θα τον είχαν συντρίψει αν ιδιοτελή τους συμφέροντα δε στέκονταν εμπόδιο. Εν τω μεταξύ καταφθάνει «ο τρομερός» Ιμπραήμ ο «χαλαστής» του Μοριά με 10.000 Αιγυπτίους και 80 πλοία για να ολοκληρώσει αυτό που δεν κατάφερε ο «ανίκανος» Κιουταχής. Ο Αιγύπτιος ναύαρχος παίρνει τα ηνία και ο Κιουταχής περιορίζεται σε δεύτερο ρόλο. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται πιο δύσκολη για τους πολιορκημένους. Όσο οι μήνες περνούν και η πολιορκία συνεχίζεται οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα υποσιτισμού. Στις αρχές Μαρτίου 1826 καταλαμβάνονται τα νησάκια Βασιλάδι, Ντολμάς, Αιτωλικό και Μοναστήρι. Ο ανεφοδιασμός με τρόφιμα από τον Μιαούλη από θάλασσας γίνεται αδύνατος. Οι Μεσολογγίτες πλέον λιμοκτονούν.
Ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματά» του περιγράφει την τραγική κατάσταση που επικρατούσε: «Από τα μέσα Φεβρουαρίου (1826) άρχισαν πολλαίς φαμελιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζητο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν και τον αυτάδελφό μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά μαζί με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι και το έφαγαν». «Ο συνεργάτης του κου Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικία μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους να πράξουν το ίδιον και εις ολίγας ημέρας γάτα δεν έμεινεν...». «...Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν γράμμα των απεσταλμένων μας εις Ναύπλιον να βαστάξωμεν 12 ημέραις και να φάγωμεν εν ανάγκη ένας τον άλλον... Εκείνη την ημέραν ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν». Έχοντας φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο συγκεντρώνονται στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής οι οπλαρχηγοί, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ και άλλα σημαντικά πρόσωπα της πόλης. Αποφασίζουν την Έξοδο τη νύχτα της 10ης προς 11ης Απριλίου 1826, Κυριακή των Βαΐων. Στην πόλη βρίσκονται 9.000 άμαχοι και 3.000 πολεμιστές, κάποιοι από αυτούς άοπλοι. Αποφασίζεται στο Μεσολλόγι να παραμείνουν οι άρρωστοι και οι τραυματίες. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι εκτελούνται. Οι πολιορκημένοι που θα επιχειρούσαν την ηρωική έξοδο χωρίζονται σε τρεις ομάδες - μία με επικεφαλής τον Δημήτριο Μακρή, μία υπό τον Νότη Μπότσαρη και η τελευταία με αρχηγό τον Κίτσο Τζαβέλα.
Κάθε χρόνο στις 10 του Απρίλη οι απόγονοί του Μεσολογγίτες τιμούν τον συντοπίτη τους μέσω της αναπαράστασης της ηρωικής πράξης του. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ σε μίας αντίστοιχης γενναιότητας πράξη, ανατίναξε την μπαρουταποθήκη του Ανεμόμυλου παίρνοντας μαζί του δεκάδες Τούρκους. Οι κάτοικοι του Μεσολογγίου πολέμησαν με απαράμιλλο θάρρος. Πιθανολογείται ότι η πόλη δεν θα έπεφτε αν είχε τρόφιμα. Ακόμη και γυναίκες ντυμένες με αντρικά ρούχα και οπλισμένες κείτονταν ανάμεσα στους νεκρούς. Ο φρικιαστικός απολογισμός αναφέρει 5.000 Έλληνες ως τίμημα στο βωμό της θυσίας και 6.000 γυναίκες και παιδιά αιχμαλώτους στα σκλαβοπάζαρα. Από την άλλη πλευρά οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων υπολογίζονται στους 5.000 στρατιώτες. Ο Κιουταχής στις 24 Απριλίου ανήγγειλε την κατάληψη της πόλης.
Η ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΕΞΟΔΟΥ Η πτώση του Μεσολογγίου συγκλόνισε τον Ελληνισμό. Οι απανταχού Έλληνες θρήνησαν για το τραγικό γεγονός. Από την άλλη όμως αναπτερώθηκε το ηθικό τους και σφυρηλατήθηκαν με το πείσμα αγωνιστικότητας και αυταπάρνησης των συμπατριωτών τους που θα τους οδηγούσε στην τελική νίκη. Οι σημαντικές απώλειες των κατακτητών απέναντι σε έναν υποδεέστερο στρατιωτικά και αριθμητικά αντίπαλο πιστοποιούσαν την σημαντικότητα της ηρωικής θυσίας. Η απήχηση της Εξόδου δεν περιορίστηκε στα ελληνικά όρια. Η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος «ταρακουνήθηκε». Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο κύμα φιλελληνισμού που ξεπήδησε μέσα από την Ιερή Πόλη. Συγκλονισμένοι Ευρωπαίοι άφησαν τις πατρίδες τους και έτρεξαν να συνδράμουν τους πολιορκημένους δίνοντας σε πολλές περιπτώσεις την ίδια τους τη ζωή. Άλλοι από αυτούς πήραν τα όπλα και στάθηκαν δίπλα στον υποσιτισμένο Μεσολογγίτη δίνοντάς του κουράγιο για την τελική μάχη, άλλοι μέσα από την πένα τους ή το πινέλο τους φρόντισαν να αποτυπώσουν το μεγαλείο ψυχής των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Η Έξοδος του Μεσολογγίου ενέπνευσε λόγιους, ποιητές, ζωγράφους. Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο τον τόπο και τα συναισθήματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων... Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει, λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα μαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει. Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός, παράμερα και κλαιει. Έρμο τουφέκι, σκοτεινό, τί σ’έχω ‘γω στο χέρι; Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει. Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης, Γιάννης Μαρκόπουλος, το 1977, μελοποίησε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» στον ομώνυμό του δίσκο. Το παραπάνω απόσπασμα του ποιήματος ερμηνεύτηκε μοναδικά από τον Σταυραετό της Κρήτης, Νίκο Ξυλούρη.
Τέλος, ο μεγαλειώδης ζωγράφος Ντελακρουά στον πίνακά του «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» απεικονίζει με τον παραστατικότερο τρόπο τον Αγώνα προς την Ελευθερία. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε φροντίσει να αποτυπώσει με τα δραματικότερα χρώματα την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους στον ομώνυμο πίνακά του.
Ο ζωγράφος Θεόδωρος Βρυζάκης μας έχει αφήσει επίσης καταπληκτικούς πίνακες -τεκμήρια Ιστορίας - για το τι πραγματικά συνέβη στο Μεσολόγγι εκείνες τις τελευταίες δραματικές ημέρες. Ο πίνακάς του "Η Ελλάς ευγνωμονούσα" καταδεικνύει τη βαρύτητα των γεγονότων αυτών.
Στην παγκόσμια ιστορία δεν συναντάμε παράδειγμα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής και αυτοθυσίας. Το Μεσολόγγι δίδαξε απανταχού της γης την αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία. Το ήθος των πολιορκημένων θα αποτελεί έμπνευση και εφαλτήριο εξέγερσης για όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου.
Στέλιος Δενδρινός, Γ'Μουσικού Λυκείου Αλίμου
https://www.mfa.gr/switzerland/images/stories/bern/docs/2015/18262.pdf
https://el.wikipedia.org/wiki
https://orinidorida.blogspot.com/2020/05/I-exodos-tou-Mesologiou.html
http://egpaid.blogspot.com/2010/01/blog-post_29.html
http://historyamsa.blogspot.com/2019/01/blog-post_20.html
https://xiromeronews.blogspot.com/2021/04/h-e.html