Ελληνική επαναστατική δύναμη με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη νικά τις οθωμανικές δυνάμεις του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μάχες διότι έσωσε την Επανάσταση και εξασφάλισε την ελευθερία στη νεότερη Ελλάδα.
Εισαγωγή
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843)
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: ο νικητής στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια, ο αγωνιστής που ύψωσε το ανάστημά του στους κατακτητές, εμψύχωσε τους Έλληνες και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού έθνους ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Και μετά, κατηγορήθηκε ως προδότης. Ως συνένοχος συνωμοσίας με τους Ρώσους κατά του βασιλέα Όθωνα. Και γι' αυτόν τον λόγο καταδικάστηκε σε θάνατο. Μόνο δύο δικαστές, ο Πολυζώης και ο Τερτσέτης, δεν υπέγραψαν την καταδίκη του ήρωα της Επανάστασης. Μια προδοσία την οποία ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν παραδέχθηκε ποτέ και μια υπόθεση που ως σήμερα παραμένει άλυτη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Λιμποβίτσι, στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας. Έχασε μικρός τον πατέρα του, Κωνσταντή, από τους Τούρκους και νωρίς στην εφηβεία του έμαθε από τη μάνα του ότι περίπου πενήντα του γένους των Κολοκοτρωναίων είχαν σφαγιασθεί από τους Τούρκους μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων. Τότε έγινε κλέφτης στις πλαγιές του Μοριά. Όταν ο κλοιός των Τούρκων έσφιξε γύρω από τα κλέφτικα λημέρια ο Κολοκοτρώνης κατέφυγε στα Επτάνησα, τα οποία βρίσκονταν υπό την κατοχή της Ενετικής Δημοκρατίας, κρησφύγετο όχι μόνο για πολεμιστές αλλά και για διανοουμένους και μελλοντικούς πρωτοστάτες της Επανάστασης. Στη Ζάκυνθο οι Θεοτόκηδες, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Μεταξάδες ονειρεύονταν τον αγώνα του ελληνικού έθνους. Αν και αγράμματος - λέγεται ότι η μοναδική επιστολή που έγραψε ποτέ ήταν στον Καραϊσκάκη, η οποία περιείχε 8-10 λέξεις - στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης είχε την τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα από τον Αντώνιο Μαρτελάο. Τα μαθήματα αυτά τον βοήθησαν να πλάσει τον δικό του χαρακτήρα και να αποκτήσει εθνική συνείδηση.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Επτάνησα ο Κολοκοτρώνης δεν έμεινε άπραγος. Το 1807, όταν ο Αλή Πασάς απείλησε να καταλάβει τη Λευκάδα, την προστασία της ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας με εντολή της Κυβερνήσεως του Ιονίου. Ο Κολοκοτρώνης καθώς και άλλοι οπλαρχηγοί κλήθηκαν να βοηθήσουν. Τρία χρόνια μετά, οι Άγγλοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη προκειμένου να τους οργανώσει και τον έχρισαν ταγματάρχη. Από τον τίτλο αυτόν προέρχεται και η φημισμένη περικεφαλαία του πολέμαρχου. Το σώμα Ελλήνων που οργάνωσε είχε στην επίσημη στολή του την περικεφαλαία που αργότερα έκανε τον Γέρο του Μοριά να ξεχωρίζει. Επάνω στις περικεφαλαίες χάραξε τη λέξη «είθε», με την οποία προέτρεπε τον εαυτό του να προετοιμάσει γρήγορα τον στρατό όχι για να βοηθήσει τους Άγγλους αλλά για να οδεύσει σύντομα προς την απελευθέρωση του Έθνους.
Στη Ζάκυνθο ορκίστηκε και αυτός στη Φιλική Εταιρεία, αποφασισμένος να εκπληρώσει τον μεγάλο του πόθο: να δει τα βουνά της Πελοποννήσου ελεύθερα. Ύστερα κατέβηκε στη Μάνη, δύο μήνες προτού κηρυχθεί η Επανάσταση. Στο Βαλτέτσι πολέμησε επί 23 ώρες και με τη μεγάλη αυτή νίκη έδωσε ελπίδα στους Έλληνες στα πρώτα βήματα της Επανάστασης. Ακολούθησε η πολιορκία των Τούρκων στην Τρίπολη και στην πορεία για την Πάτρα εμφανίστηκε ο Δράμαλης. Προτού φθάσουν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο και πνίξουν την Επανάσταση, στα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης τούς αποδεκάτισε, καταξιώνοντας πλέον τη θέση του στον αγώνα.
Μετά τα Δερβενάκια όμως οι πολιτικές αντιθέσεις που έπλητταν την Ελλάδα σκίασαν το πρόσωπό του. Σε μια εσωτερική διαμάχη ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται από την κυβέρνηση σε μοναστήρι της Ύδρας.
Ο Σουλτάνος ζητάει τη βοήθεια της Αιγύπτου προκειμένου να σταματήσει την Επανάσταση και ο Ιμπραΐμ, ο διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου, φθάνει στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Τότε καλείται και πάλι ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκινάει και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διαρκεί από το 1825 ως το 1828, όταν στην Ελλάδα φθάνει το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Καθώς είχε υπάρξει θερμός υποστηρικτής του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον του ανήλικου ακόμη βασιλέα Όθωνα, ο οποίος κυβερνούσε τότε τη νεοσύστατη χώρα υπό την καθοδήγηση τριμελούς αντιβασιλείας, εγκατεστημένης από τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας τον Μάιο του 1831.
Το 1833 ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους αγωνιστές φυλακίστηκε στο κάτεργο του Ιτς Καλέ, στην Ακροναυπλία, και το 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Ποινή εν τούτοις που δεν επιβλήθηκε ποτέ, εφόσον ο Όθωνας, με την ενηλικίωσή του το 1835, απελευθέρωσε τους δύο αγωνιστές.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.
Δράμαλης (Μαχμούτ Πασάς) (1780-1822)
Ο Δράμαλης γεννήθηκε ως Μαχμούτ, περίπου το 1780, στη Δράμα, από όπου πήρε και το επώνυμό του. Ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα του Σουλτάνου Σελίμ Γ', του οποίου ήταν όμηρος. Μεγαλώνοντας ακολούθησε διάφορους εξέχοντες τούρκους στρατιωτικούς στις εκστρατείες τους εναντίον των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Αιγυπτίων, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Η διαρκώς αυξανόμενη φήμη των διοικητικών του ικανοτήτων, αλλά και η υποστήριξη της Σουλτάνας Βαλιδέ, του χάρισαν, μετά τον θάνατο του πατέρα του Σαλίχ, την τοπαρχία της Δράμας, με τον τίτλο του πασά. Αργότερα, το 1820, τοποθετήθηκε από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' στη Λάρισα, όπου και επέδειξε ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό όσο και προς τους αρματολούς του Ολύμπου και του Πηλίου.
Κατά τη διάρκεια της ρήξης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με τον Σουλτάνο τον Μάιο του 1820 έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον του αποστάτη πασά, πρώτα υπό την αρχιστρατηγία του Πασόμπεη και ύστερα του Χουρσίτ. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή από τα στρατεύματα του Σουλτάνου ξέσπασε και η Ελληνική Επανάσταση. Τότε ο Δράμαλης, για να εξασφαλίσει τα νώτα του, επεχείρησε αιφνιδιαστική εκστρατεία εναντίον των Αγράφων, αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν εκεί οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις, και ανάγκασε τους ντόπιους οπλαρχηγούς (Σταμούλη, Γάτσο κ.ά.) σε υποταγή, με αντίτιμο τις ζωές των αμάχων. Μετά την εκτέλεση του Αλή, ο Χουρσίτ έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο οποίος ανέθεσε στον Δράμαλη την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, κρίνοντάς τον ως τον πλέον κατάλληλο.
Με τον τίτλο πια του σερασκέρη (αρχιστρατήγου) πήρε τη διαταγή να βαδίσει κατά της Πελοποννήσου. Αφού ετοίμασε ένα πολυάριθμο, για την εποχή, στράτευμα 24.000 πεζών και 6.000 ιππέων αναχώρησε από τη Λάρισα στα τέλη Ιουνίου του 1822. Για τη μεταφορά του απαραίτητου πολεμικού υλικού και των ζωοτροφών συνόδευαν τις δυνάμεις του 30.000 μουλάρια και 500 καμήλες. Είχε ακόμη μαζί του και έξι κανόνια.
Σχεδόν χωρίς αντίσταση έφθασε ως τη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και προχώρησε ως τον Ισθμό, σπέρνοντας παντού τον πανικό και την καταστροφή. Οι Έλληνες είχαν στείλει στα Γεράνεια στρατό υπό τις διαταγές του Ρήγα Παλαμήδη με σκοπό να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια. Με τη θέα όμως και μόνο του μεγέθους του τουρκικού στρατού οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους θεωρώντας κάθε άμυνα ανώφελη.
Αμαχητί επίσης ο Δράμαλης κατέλαβε και τον Ακροκόρινθο, καθώς ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης, υπεύθυνος για την άμυνα του φρουρίου, το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον αιχμάλωτό του Κιαμίλ Μπέη. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης νυμφεύθηκε τη χήρα τού Κιαμίλ και προχώρησε προς το Άργος, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να εξασφαλίσει τις διαβάσεις που δέσποζαν μεταξύ Κορίνθου και Άργους για την περίπτωση μιας πιθανής υποχώρησης.
Ο ήδη μεγάλος πανικός από την προέλαση του Δράμαλη αυξήθηκε στον μέγιστο βαθμό ύστερα από την αποχώρηση, με πλοία, της κυβέρνησης από την πρωτεύουσα. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή έδειξαν ξεχωριστό θάρρος δύο από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο δεύτερος, κλεισμένος στο φρούριο του Άργους, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση για δώδεκα ημέρες, καθυστερώντας έτσι την προέλαση των Τούρκων και δίνοντας παράλληλα τον χρόνο στον πρώτο να ξεσηκώσει και να εξοπλίσει τον πληθυσμό. Ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα εφαρμόζοντας ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεδομένων των συνθηκών, σχέδιο: διέταξε το κάψιμο των σπαρτών της πεδιάδας του Άργους προκειμένου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ξηρασία εκείνου του καλοκαιριού, να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει. Στη συνέχεια, βέβαιος για την πορεία επιστροφής του εχθρικού στρατεύματος, έλαβε θέσεις γύρω από τα στενά των Δερβενακίων. Πράγματι, στερημένος από νερό και τροφές, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο.
Κατά τη διάρκεια της διέλευσής του όμως από τα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου 1822, υπέστη πραγματική πανωλεθρία, η οποία ολοκληρώθηκε στον Άγιο Σώστη και στο Αϊνόριο.
Συντετριμμένος και καταβεβλημένος ο Δράμαλης έφθασε με τα υπολείμματα της στρατιάς του στην Κόρινθο, όπου και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1822.
Αποκλεισμός στην Αργολίδα
Ο Δράμαλης φθάνοντας με το ασκέρι του στο Άργος στις 12 Ιουλίου αντελήφθη την ερήμωση του κάμπου πλην όμως αποφάσισε να στρατοπεδεύσει προκειμένου να καταλάβει την ακρόπολη (Λάρισα), μη θέλοντας στη πορεία του για Τρίπολη ν΄ αφήσει πίσω του εχθρικές εστίες. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και το γεγονός ότι το κάστρο Λάρισα ήταν και το πρώτο κατά τη κάθοδό του στην Πελοπόννησο που πρόβαλε αντίσταση, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι σ΄ αυτό οι Αργείοι έχουν αποθηκεύσει τις περιουσίες τους καθώς και πολλά τρόφιμα. Έτσι ξεκίνησε από την επομένη η πολιορκία του κάστρου.
Μέρα με τη μέρα όμως ο οθωμανικός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα. Επιπλέον, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.
Στις 20 Ιουλίου οι Μύλοι Αργολίδας αποτελούσαν το στρατηγείο των Ελλήνων αγωνιστών πέριξ των οποίων είχαν συρρεύσει τα ελληνικά σώματα ατάκτων. Στο συμβούλιο που ακολούθησε, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να περικυκλώσουν τους Τούρκους και έτσι αποφασίστηκε ο εγκλωβισμός του εχθρού στην αργολικό κάμπο, με αποκλεισμό των στενών των Δερβενακίων και ισχυρή άμυνα του Αχλαδόκαμπου και των Μύλων. Παράλληλα αποφασίστηκε ο απεγκλωβισμός των πολιορκημένων του κάστρου Λάρισα, οι οποίοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν από ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Άλλωστε ο αντικειμενικός σκοπός, για τον οποίο είχαν εγκλειστεί, είχε πετύχει απόλυτα με την καθήλωση του Δράμαλη στο Άργος, δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στρατολόγησης και συγκέντρωσης των ελληνικών στρατευμάτων. Έτσι το βράδυ της 23ης Ιουλίου διατάχθηκαν κάποια τμήματα να προσβάλουν απ΄ όλες τις πλευρές τον χώρο. Μέσα στη νυκτερινή εκείνη ταραχή ειδοποιημένοι κατάλληλα οι πολιορκημένοι εξήλθαν ανενόχλητοι και ενώθηκαν με τα υπόλοιπα ελληνικά τμήματα.
Η καταστροφή του τούρκικου στρατού
Στις 26 Ιουλίου ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει προσωρινά στην Κόρινθο και κινήθηκε προς τα Δερβενάκια, στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα. Η βασική διάβαση, με βάση το σχέδιο του Θ. Κολοκοτρώνη, φυλαγόταν από τον Αντώνη Κολοκοτρώνη και περίπου 1.500 άντρες.
Παράλληλα ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει τον Πλαπούτα με περίπου 800 άντρες στο Σχινοχώρι για να φυλάει τη βορειοδυτική έξοδο της Αργολίδας προς τη Στυμφαλία, και τους Νικηταρά – Παπαφλέσσα στο Στεφάνι – Αγιονόρι, με άλλους 800 άντρες για να φυλάξουν την τρίτη διάβαση προς την Κλένια.
Οι Τούρκοι της εμπροσθοφυλακής μπήκαν στο στενό πέρασμα και όταν έφτασαν στην έξοδο δέχτηκαν τα πυρά των κρυμμένων Ελλήνων. Λίγοι πέρασαν προς την πεδιάδα της Κουρτέσας και ο κύριος όγκος οπισθοχώρησε με μεγάλες απώλειες.
Αφού αυτό το πέρασμα φυλαγόταν καλά από τους Έλληνες, η εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα στράφηκαν προς το δεύτερο κοντινό πέρασμα, αυτό του Άγιου Σώστη, ανατολικά από την κύρια διάβαση. Αυτό το πέρασμα ήταν πολύ ανηφορικό και πιο δύσκολο για τους πεζούς και τα ζώα, αλλά οι Τούρκοι το βρήκαν αφύλακτο και άρχισαν να περνούν προς την Κουρτέσα, ενώ τα τμήματα του Αντώνη Κολοκοτρώνη τους πλευροκοπούσαν. Εν τω μεταξύ, το σώμα των Νικηταρά – Παπαφλέσσα, το μεσημέρι ειδοποιήθηκε με σήματα καπνού ότι ο Δράμαλης κινείται προς τα Δερβενάκια. Ανασυντάχτηκε και με γρήγορη πορεία έφτασε το απόγευμα στις κορυφές ανατολικά, πάνω από τον Αγιο Σώστη, και είδαν τους Τούρκους που περνούσαν προς την Κουρτέσα. Τότε επιτέθηκαν αμέσως στους Τούρκους που βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά, ανατολικά οι νεοφερμένοι και δυτικά τα τμήματα του Α. Κολοκοτρώνη.
Η μάχη κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα και οι Τούρκοι είχαν τρομακτικές απώλειες, σε ανθρώπους, ζώα και υλικά. Όταν σκοτείνιασε, η προσπάθεια των Τούρκων σταμάτησε και γύρισαν στην Τίρυνθα όπου είχαν και πριν το στρατόπεδό τους. Οι απώλειες των Τούρκων, κατά την 26η Ιουλίου, και με βάση τη διασταύρωση απομμνημονευμάτων, άλλων ειδήσεων και εγγράφων, υπολογίζονται περίπου στους 2.500 - 3.000 νεκρούς και τραυματίες.
Το Ιστορικό και οι προηγούμενες Μάχες
Τον Ιανουάριο του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη Μάνη, όπου προσπαθούσε να αμβλύνει τις τοπικές διαφωνίες, προκειμένου όλοι να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο, ο οποίος πλέον φάνταζε βέβαιος. Όπως σημειώνει στα απομνημονεύματά του, πέτυχε να συμφιλιώσει «διάφορα σπίτια μανιάτικα, χωρισμένα κατά τη συνήθειά τους», ώστε να κατορθώσει κάπως να οργανώσει τις άτακτες και απείθαρχες τοπικές ομάδες. Ως τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς η Μάνη «έβραζε», με έκδηλες πολεμικές διαθέσεις.
Στις 22 Μαρτίου οι Μανιάτες του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον ανιψιό του Νικήτα Σταματελόπουλο - τον «Νικηταρά», ο οποίος αργότερα, στη μάχη των Δολιανών, θα ονομαζόταν και «Τουρκοφάγος» -, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και μόλις περισσότεροι από 2.000 άνδρες βάδισαν προς την Καλαμάτα. Την επομένη η πόλη παραδόθηκε. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας κυκλοφόρησαν την εξής προκήρυξη, στη Σκάλα Αρκαδίας: «Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη, τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα».
Από την προκήρυξη και μόνο διαφαίνεται το ότι ο Κολοκοτρώνης, ήδη από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, αποκτούσε κύρος και φήμη στρατιωτικού ηγέτη, γεγονός που από τη μία εμψύχωνε τους διστακτικούς Έλληνες αλλά από την άλλη βεβαίως προβλημάτιζε τους εφησυχασμένους κοτζαμπάσηδες. Η φήμη αυτή του Κολοκοτρώνη καθώς και οι επιτυχίες του στις αψιμαχίες των πρώτων ημερών στάθηκαν σωτήριο αντίβαρο για την απειρία των Ελλήνων σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον οργανωμένων στρατευμάτων.
Η κατάσταση της ελληνικής πλευράς
Η επικρατούσα την περίοδο εκείνη κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων αγωνιστών δεν ήταν και η καλλίτερη, καθώς τότε άρχισε να εμφανίζεται η πρώτη δυσπιστία μεταξύ των πολιτικών και προκρίτων με τους οπλαρχηγούς. Τον Ιανουάριο του 1822 η τότε ελληνική κυβέρνηση (Εκτελεστικό) απέστειλε στον Θ. Κολοκοτρώνη δίπλωμα στρατηγού και τον διόρισε αρχηγό της πολιορκίας της Πάτρας, ώστε οι οθωμανικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί εκεί να μη ξεχυθούν στην Πελοπόννησο. Πράγματι ο Θ. Κολοκοτρώνης από τις 1 Μαρτίου ξεκινά την πολιορκία της Πάτρας με 6.500 ατάκτους Πελοποννησίους και μερικούς Ζακυνθινούς. Παράλληλα όμως οι πρόκριτοι κυρίως της ΒΔ. Πελοποννήσου ήθελαν ο αγώνας κατά των Οθωμανών να μετατοπιστεί στη Στερεά Ελλάδα, χωρίς βέβαια να λείψουν και οι ραδιουργίες και οι παρασκηνιακές αντενέργειες ιδίως των Δεληγιανναίων σε βάρος του Κολοκοτρώνη. Η μόνη δε αξιόλογη μάχη που έγινε τότε έξω από την Πάτρα ήταν στις 9 Μαρτίου με νίκη των Ελλήνων. Τότε άρχισαν να διαδίδονται διάφορες φήμες από προκρίτους ότι ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Κόρινθο μαζί με κάποιους οπλαρχηγούς ετοιμάζονται να ανατρέψουν τον "εκλαμπρότατον" πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Α. Μαυροκορδάτο. Τα αποτελέσματα αυτών των φημών υπήρξαν ολέθρια κυρίως στη στρατολόγηση αλλά και στη γενικότερη οργάνωση των Ελλήνων (πολιτική και στρατιωτική).
Στις κρίσιμες εκείνες στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης, την έκρηξη εμφυλίου απέτρεψε κυριολεκτικά η συνταρακτική είδηση της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και η κατάληψη του Ακροκόρινθου, η απώλεια του οποίου υπήρξε πλήγμα για τους Έλληνες. Έτσι ο φόβος του εμφυλίου μετατράπηκε σε πανικό από την κυβέρνηση μέχρι τους χωρικούς. Η δε ταχύτατη κάθοδος του Δράμαλη είχε ευνοηθεί ακριβώς από την γενικότερη ακαταστασία των τότε ελληνικών πραγμάτων, τόσο στη Στερεά όσο και στην Πελοπόννησο. Σημειώνεται ότι η τότε ελληνική διοίκηση δεν είχε καμία πληροφορία για την κάθοδο του Δράμαλη και των σκοπών του, παρότι από τις 24 Ιουνίου ο μόλις αμνηστευθείς Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε στείλει στον αντιπρόεδρο του εκτελεστικού Αθανάσιο Κανακάρη την περίφημη λακωνική επιστολή που ανέφερε: "Σας στέλω 30.000 Τούρκους για να μονοιάσετε. Κάμετέ τους ότι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι να μην αφήσω άλλους να περάσουν και αναλαμβάνω τον Σερασκέρ Χουρσίτ πασά."
Κανείς όμως δεν έδωσε στοιχειώδη σημασία επειδή ακριβώς αποστολέας ήταν ο Δυσέας (όπως ονομαζόταν ο Ανδρούτσος στη γλώσσα των αγωνιστών).
Πολεμικό σχέδιο Ελλήνων
Τον ίδιο χρόνο που συσκεπτόταν ο Δράμαλης στην Κόρινθο, ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ. Υψηλάντης κατέστρωναν το σχέδιο αντιμετώπισής του στο Άργος. Κύριο πρόβλημα ήταν ο τεράστιος οθωμανικός στρατός σε αντίθεση με τις σχεδόν ανύπαρκτες ελληνικές δυνάμεις ατάκτων, έπειτα μάλιστα από τις άστοχες εκείνες κυβερνητικές διαταγές στρατολόγησης για δημιουργία τακτικού στρατού υπό των προκρίτων, που το μόνο που είχαν επιφέρει ήταν η σύγχυση και η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των στρατολογημένων και τελικά η διάλυσή τους αφού καμία επιχείρηση δεν ανέλαβαν (οι πρόκριτοι). Έτσι αναζητήθηκαν τρόποι ή συνθήκες που θα μπορούσαν να μειώσουν την επιχειρησιακή ικανότητα του εχθρού αλλά και πίστωση χρόνου για ανασυγκρότηση ελληνικών μονάδων ατάκτων. Λύση στην πρώτη περίπτωση έδινε η ίδια η μορφολογία του ελληνικού εδάφους που δεν ήταν τίποτε άλλο από την εκμετάλλευση των ορεινών περασμάτων, για δε τη δεύτερη επιλέχθηκε ο αντιπερισπασμός με συνεχείς οχλήσεις προκειμένου να επέλθει διάσπαση της εχθρικής δύναμης, ή χρονική καθήλωση με ταυτόχρονη εφαρμογή παθητικής άμυνας μέχρι να ολοκληρωθεί η ανασυγκρότηση των ατάκτων. Πρώτη ενέργεια παθητικής άμυνας ήταν η άμεση διαταγή της πυρπόλησης όλων των γεννημάτων και καρπών του αργολικού κάμπου και η απομάκρυνση όλων των κοπαδιών αιγοπροβάτων και των βοοειδών από την περιοχή.
Η δυνατή φωνή του Κολοκοτρώνη αντήχησε σ΄ όλη την Πελοπόννησο και χιλιάδες μαχητές άρχισαν να τον ακολουθούν. Ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν τελείως αγράμματος πλην όμως, παράλληλα με τις ηγετικές του ικανότητες είχε το χάρισμα να μεταδίδει αυτό που πίστευε διεγείροντας πάντα υπέρ αυτού τα αισθήματα των Ελλήνων. Εν προκειμένω στους εγερτήριους λόγους του δεν περιοριζόταν μόνο στις έννοιες πατρίδα, θρησκεία και δόξα αλλά ήξερε να διεγείρει τις ισχυρότερες λαϊκές προλήψεις, βεβαιώνοντας ότι πλήθος οιωνών όπως αρνιά, περιστέρια και κοράκια προαναγγέλλουν την ασφαλή καταστροφή του Δράμαλη. Με τέτοιους πειστικούς λόγους είχαν φθάσει οι Μωραΐτισσες να φωνάζουν στους άνδρες τους "τρέξτε γιατί αν δεν πάτε θα πάμε εμείς !". Κάτω από αυτές τις συνθήκες και η Γερουσία "εξ ανάγκης" συνέπραξε καλώντας όλους τους οπλαρχηγούς να συνταχθούν με τον επίσημα πλέον αρχιστράτηγο Κολοκοτρώνη.
Την ημέρα που ο Δράμαλης στρατοπέδευσε στο Άργος ο Κολοκοτρώνης ξεκινούσε από την Τρίπολη έχοντας συγκεντρώσει πολυάριθμους ατάκτους που συνεχώς αυξάνονταν, όπως ο ποταμός που δέχεται τα ρυάκια από τις εκατέρωθεν πλαγιές των βουνών. Στο δρόμο της επιστροφής στον Αχλαδόκαμπο ο Κολοκοτρώνης συναντώντας μία ομάδα Μανιατών με μουλάρια που ερχόταν από το Άργος με λάφυρα τους φώναξε "για πού τραβάτε, ορέ;" και εκείνοι απάντησαν "παμε να ξεφορτώσουμε τους αρρώστους και τα πράγματά μας και μετά επιστρέφουμε στη μάχη", "Άε στου διαόλου τη μάνα, κακαβούλια!" τους αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε την κάθοδο προς τους Μύλους. Οι Μανιάτες αυτοί, προκειμένου ν΄ αποφύγουν τη χλεύη των ατάκτων που ακολουθούσαν άλλαξαν δρόμο. Την ντροπή τους ξέπλυνε ο οπλαρχηγός Καραγιάννης, ή Καρίγιαννης στο κάστρο του Άργους.
Οι αντίπαλοι στρατοί
Ο Δράμαλης, ήταν πρίγκιπας (Μπεηζάνης) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχοντας διακριθεί παλαιότερα ως στρατιωτικός (Σερντάρης), στην Αίγυπτο αλλά και στον ελλαδικό χώρο από τον Μάιο του 1821, και ήδη Βαλής της Λάρισας. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά και τη διάλυση του Πασαλικιού των Ιωαννίνων διορίσθηκε από τον Σουλτάνο Μόρα-Βαλεσί, λαμβάνοντας ταυτόχρονα εντολή να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση. Για το σκοπό αυτό κατάφερε και συγκρότησε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, πρωτοφανή για την περιοχή από την αρχή της τουρκοκρατίας, από περίπου 30.000 μαχητές, εκ των οποίων το 1/5 αποτελούσαν ιππείς, επικουρούμενοι από έξι κανόνια φερόμενα σε άμαξες. Σημειώνεται όμως ότι απ΄ όλη αυτή τη δύναμη μόνο το 1/3 αποτελούσε τακτικό οσμανικό στρατό, τα υπόλοιπα 2/3 συγκροτούνταν από ατάκτους ντελήδες (ριψοκίνδυνους), τουρκαλβανούς (μουσουλμάνους Αλβανούς), παλαίμαχους προηγουμένων εκστρατειών, συνεπώς έμπειρους αλλά και οπλισμένους με καινούργια όπλα. Η διοικητική μέριμνα όμως μιας τέτοιας σε μέγεθος στρατιάς ήταν δυσανάλογα ανεπαρκής.
Η κίνηση της στρατιάς αυτής ακολουθούσε το οσμανικό τυπικό της συνεχούς φάλαγγας όπου προηγούνταν οι δερβίσηδες και οι ιερωμένοι, αγέρωχοι και υπό ενθουσιασμό αλαλάζοντας. Αυτούς ακολουθούσαν τύμπανα και άλλα βροντώδη όργανα σε ρυθμικούς ήχους, των οποίων έπονταν ο έφιππος αρχιστράτηγος με το επιτελείο, τις σημαίες, και τη φρουρά του και ακολούθως ο τακτικός στρατός που έψελνε στίχους του Κορανίου. Τούτων ακολουθούσαν τα άτακτα στίφη, που άλλοι τραγουδούσαν, ή αλάλαζαν, ή πυροβολούσαν στον αέρα. Τελευταίοι ακολουθούσε ένα πλήθος από υποζύγια, κάρα, φορτωμένα με τρόφιμα και πολεμοφόδια, υπηρέτες, υπαλλήλους και τεχνίτες. Εκατέρωθεν της φάλαγγας περιέτρεχαν καλπάζοντας οι ιππείς προκαλώντας τεράστια σύννεφα κονιορτού σε όλο το μήκος της. Οι δε ήχοι τυμπάνων, οι αλαλαγμοί, οι κρότοι των όπλων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων ενισχύονταν από την αντήχηση μέσα σε χαράδρες. Ο Πουκεβίλ περιγράφοντας τη στρατιά παρομοιάζει το θόρυβο της με μυκηθμούς παμμέγιστης αγέλης ταύρων σε εξόρμηση.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες αποτελούσαν περιστασιακά σώματα ατάκτων Πελοποννησίων χριστιανών (Ελλήνων και Αρβανιτών), κυρίως γεωργών και κτηνοτρόφων που είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους και είχαν πρόχειρα στρατολογηθεί από τους καπεταναίους και τους οπλαρχηγούς. Αυτοί ήταν μερικώς οπλισμένοι με παλιά τουφέκια και σπαθιά ενώ πολλοί από αυτούς ως οπλισμό έφεραν αγροτικά εργαλεία όπως τσουγκράνες, δρεπάνια και μαχαίρια. Αν και ασύντακτοι και απειθάρχητοι ήταν ικανότατοι σε γιουρούσια (καταδρομικές επιχειρήσεις) κλεφτοπολέμου και ιδιαίτερα εκπληκτικοί σε όλους τους τύπους ακροβολισμών και προκαλύψεων καθώς και σε ταχύτατες διαβάσεις ορεινών όγκων. Βέβαια στερούνταν σε ιππικό σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, γεγονός που τους στερούσε τη δυνατότητα καταδίωξης του εχθρού μετά από μάχες. Έτσι σε νικηφόρες εκβάσεις περιορίζονταν στη συνέχεια στη λαφυραγωγία για αποκατάσταση των ελλείψεών τους όπως π.χ. πιστόλες, τουφέκια, βόλια, σπάθες (γιαταγάνια), κανόνια και μπάλες καθώς και διάφορα υποζύγια (άλογα, καμήλες, μουλάρια κ.λπ), ή είδη εκστρατείας π.χ. καζάνια, σκηνές κ.λπ.. Η διανομή όλων αυτών γινόταν πάντα υπό την επιμέλεια των οπλαρχηγών και καπεταναίων.
Υπό τον αρχιστράτηγο Θ. Κολοκοτρώνη στρατολογήθηκαν τουλάχιστον 6.000 πεζοί, ενώ άλλοι 2.000 υπό τους αρχηγούς Υψηλάντη, Νικηταρά και Παπαφλέσσα. Μεταξύ δε αυτών των δυνάμεων υπήρχαν και 100 Μακεδόνες υπό τον καπετάν Γάτσο.
Αποκλεισμός στην Αργολίδα
Ο Δράμαλης φθάνοντας με το ασκέρι του στο Άργος στις 12 Ιουλίου αντελήφθη την ερήμωση του κάμπου πλην όμως αποφάσισε να στρατοπεδεύσει προκειμένου να καταλάβει το κάστρο Λάρισα μη θέλοντας στη πορεία του για Τρίπολη ν΄ αφήσει πίσω του εχθρικές εστίες. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και το γεγονός ότι το κάστρο Λάρισα ήταν και το πρώτο κατά τη κάθοδό του στην Πελοπόννησο που πρόβαλε αντίσταση, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι σ΄ αυτό οι Αργείοι έχουν αποθηκεύσει τις περιουσίες τους καθώς και πολλά τρόφιμα. Έτσι ξεκίνησε από την επομένη η πολιορκία του κάστρου.
Μέρα με τη μέρα όμως ο οθωμανικός στρατός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα (ο καπετάν ψωμάς ή καπετάν πείνας, κατά την ιδιωματική γλώσσα των αγωνιστών του 1821). Κατά σύμπτωση, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Τα δε σταφύλια κάποιων μικρών αμπελώνων ήταν ακόμα άγουρα που προκαλούσαν πυρετούς και δυσεντερίες σε όσους τα έτρωγαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.
Στις 20 Ιουλίου οι Μύλοι Αργολίδας αποτελούν το στρατηγείο των Ελλήνων αγωνιστών πέριξ των οποίων έχουν συρρεύσει τα ελληνικά σώματα ατάκτων. Στο συμβούλιο που ακολουθεί αποφασίζεται, με προτοπή του Κολοκοτρώνη, ο εγκλωβισμός του εχθρού στην αργολικό κάμπο, με αποκλεισμό των στενών των Δερβενακίων και ισχυρή άμυνα του Αχλαδόκαμπου και των Μύλων. Παράλληλα αποφασίστηκε ο απεγκλωβισμός των πολιορκημένων του Κάστρου Λάρισα οι οποίοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν από ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Άλλωστε ο αντικειμενικός σκοπός για τον οποίο και είχαν εγκλειστεί, η καθήλωση του Δράμαλη στο Άργος, είχε επιτευχθεί και έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο στρατολόγησης και συγκέντρωσης των ελληνικών στρατευμάτων. Έτσι το βράδυ στις 23 Ιουλίου διατάχθηκαν κάποια τμήματα να προσβάλουν απ΄ όλες τις πλευρές τον χώρο. Μέσα στη νυκτερινή εκείνη ταραχή ειδοποιημένοι κατάλληλα οι πολιορκημένοι εξήλθαν ασφαλώς και ενώθηκαν με τα ελληνικά τμήματα.
Η καταστροφή του τούρκικου στρατού
Παράλληλα ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει τον Πλαπούτα με περίπου 800 άντρες στο Σχινοχώρι για να φυλάει τη βορειοδυτική έξοδο της Αργολίδας προς τη Στυμφαλία, και τους Νικηταρά - Παπαφλέσσα στο Στεφάνι και στo Αγιονόρι, με άλλους 800 άντρες για να φυλάξουν την τρίτη διάβαση προς την Κλένια.
Την προηγουμένη της μάχης, ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στη στέγη ενός σπιτιού και εμψύχωσε τους μαχητές με μια ομιλία που διασώζει ο Φωτάκος. Άρχισε λέγοντας «Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίαν της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας» και συνέχισε:
«Σήμερα ο καθείς από εμάς θα καταδιώκη πολλούς, θα πάρητε λάφυρα πολλά και θησαυρούς του Αλή Πασιά θα τους μοιράζετε με το φέσι τα φλωριά, όπου τα έχουν οι Τούρκοι, είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχεν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ' άρματα των Τούρκων, με τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε, ...»
Αυγή 26 Ιουλίου ο Δράμαλης κινιται πρός στην Κόρινθο και διαλέγει το πέρασμα των δερβενακίων, και κινήθηκε προς τα Δερβενάκια, ένα στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα. Εκεί όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και περίπου 2.500 άνδρες: 1.000 που βρίσκονταν ήδη στο Βαλτέτσι, 700 που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη από το αρχηγείο του στο Χρυσοβίτσι και περίπου 800 που διοικούσε ο Πλαπούτας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των τουρκικών στρατευμάτων στις 5.000 και άλλες στις 13.000. Η μάχη του Βαλτετσίου έληξε με τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων στις 13 Μαΐου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο εμπνευστής, σχεδιαστής και πρωτεργάτης της νίκης. Όταν οι Έλληνες βρίσκονταν σε πανικό και έψαχναν δρόμο διαφυγής, με την επιμονή του και τη δραστηριότητά του κατόρθωσε να συντάξει και να οργανώσει στρατό και με το στρατηγικό του σχέδιο έφθειρε το στρατό του Δράμαλη στον κάμπο του Άργους. Αυτός επέμεινε να ερημώσουν τον τόπο από τα σιτηρά και τα τρόφιμα, ώστε να μη βρίσκει ο Δράμαλης ζωοτροφές. Αυτός επέμεινε να πιάσουν έγκαιρα τα στενά για να τους χτυπήσουν εκεί πιστεύοντας πως ο Δράμαλης δεν θα προχωρούσε βαθύτερα στην Πελοπόννησο, αλλά θα επέστρεφε στην Κόρινθο. Παρόλο που οι άλλες γνώμες στο πολεμικό συμβούλιο ήταν αντίθετες, πήρε επάνω του όλη την ευθύνη, οδηγώντας τους Έλληνες επαναστάτες στην τελική νίκη.
Τα Δερβενάκια με την περίλαμπρη νίκη, έγιναν σύμβολο του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, δικαίωσαν την στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και εδραίωσαν την Επανάσταση, μαζί με τις άλλες νικηφόρες μάχες.
Της Ρούμελης οι Μπέηδες και του Μωριά οι λεβέντες
Στο Ντερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια ...
Επίλογος
Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη ολοκληρώθηκε στη μάχη του Αγιονορίου, στις 28 Ιουλίου 1822. Έτσι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στάθηκε ο οργανωτής και κύριος αυτουργός αυτής της νίκης που έσωσε την Επανάσταση και εξασφάλισε την ελευθερία στη νεότερη Ελλάδα.
Τώρα αν σκεπτείτε ότι την ύπαρξή μας την οφείλουμε σε κάτι τέτοιες μάχες σαν αυτή καταλαβαίνετε τι πιθανότητες υπήρχαν για δημιουργία Ελληνικού κράτους, και ότι την ύπαρξή μας την οφείλουμε σε Τρελούς Παράτολμους σαν τον Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά κ.τ.λ. το έργο οργάνωσης των Ρωμιών δεν ήταν εύκολο καθώς προερχόταν από μια διαλυμένη βυζαντινή αυτοκρατορία, μια σκληρή Ιταλοκρατία και μετά μια 4άρων γενεών οθωμανική αυτοκρατορία , ενταγμένοι στην οθωμανική αυτοκρατορία, και όλοι ούτε καν φανταζόταν ότι ήταν δυνατή η ίδρυση κράτους , με το μόνο κοινό μεταξύ των επαναστατών την Θρησκεία - Είδη μια αποτυχημένη προσπάθεια επανάστασης, Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μαζικές σφαγές εκείνη την εποχή ήταν πολύ συνηθισμένη τακτική, ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς, είδη από το 1770 και μετά την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο και την αποχώρηση των Ρώσων ( Αδελφοί Ορλόφ ), οι Τούρκοι είχαν σφαγιάσει 50.000 Έλληνες και εκδιώξει άλλους 50.000 Έλληνες.. Τώρα η εντολή ήταν σαφείς τόσο Δράμαλη όσο και αργότερα στον Ιμπραήμ ΑΦΑΝΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ με ΜΑΖΙΚΕΣ ΣΦΑΓΕΣ να ΕΚΛΕΙΨΕΙ ΑΥΤΗ Η ΦΥΛΗ ΚΑΙ ΝΑ ΦΕΡΟΥΜΕ ΑΛΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΗΚΗΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ -
Όσο για την δύναμη του Οθωμανικού στρατού ? Εμπειροπόλεμοι , Υπερ. εξοπλισμένοι , Νικητές , Σφαγείς , με κανόνια, σύγχρονα πυροβόλα, Γάλλους Αξιωματικούς, Επαγγελματίες, Είχαν συντρίψει τους Ιταλούς , Είχαν συντρίψει τους Ρώσσους , Είχαν συντρίψει κάθε είδους δυτικού τύπου στρατό , ( π.χ ο ιερός λόχος συντρίφτηκε και σφαγιαστικέ αμάχητή )
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
https://geetha.mil.gr/opla_exartisi_1821_to-kariofili/
Σχεδόν χωρίς αντίσταση έφθασε ως τη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και προχώρησε ως τον Ισθμό, σπέρνοντας παντού τον πανικό και την καταστροφή. Οι Έλληνες είχαν στείλει στα Γεράνεια στρατό υπό τις διαταγές του Ρήγα Παλαμήδη με σκοπό να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια. Με τη θέα όμως και μόνο του μεγέθους του τουρκικού στρατού οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους θεωρώντας κάθε άμυνα ανώφελη.
Αμαχητί επίσης ο Δράμαλης κατέλαβε και τον Ακροκόρινθο, καθώς ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης, υπεύθυνος για την άμυνα του φρουρίου, το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον αιχμάλωτό του Κιαμίλ Μπέη. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης νυμφεύθηκε τη χήρα τού Κιαμίλ και προχώρησε προς το Άργος, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να εξασφαλίσει τις διαβάσεις που δέσποζαν μεταξύ Κορίνθου και Άργους για την περίπτωση μιας πιθανής υποχώρησης.
Ο ήδη μεγάλος πανικός από την προέλαση του Δράμαλη αυξήθηκε στον μέγιστο βαθμό ύστερα από την αποχώρηση, με πλοία, της κυβέρνησης από την πρωτεύουσα. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή έδειξαν ξεχωριστό θάρρος δύο από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο δεύτερος, κλεισμένος στο φρούριο του Άργους, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση για δώδεκα ημέρες, καθυστερώντας έτσι την προέλαση των Τούρκων και δίνοντας παράλληλα τον χρόνο στον πρώτο να ξεσηκώσει και να εξοπλίσει τον πληθυσμό. Ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα εφαρμόζοντας ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεδομένων των συνθηκών, σχέδιο: διέταξε το κάψιμο των σπαρτών της πεδιάδας του Άργους προκειμένου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ξηρασία εκείνου του καλοκαιριού, να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει. Στη συνέχεια, βέβαιος για την πορεία επιστροφής του εχθρικού στρατεύματος, έλαβε θέσεις γύρω από τα στενά των Δερβενακίων. Πράγματι, στερημένος από νερό και τροφές, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο.
Κατά τη διάρκεια της διέλευσής του όμως από τα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου 1822, υπέστη πραγματική πανωλεθρία, η οποία ολοκληρώθηκε στον Άγιο Σώστη και στο Αϊνόριο.
Συντετριμμένος και καταβεβλημένος ο Δράμαλης έφθασε με τα υπολείμματα της στρατιάς του στην Κόρινθο, όπου και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1822.
Τα Γεγονότα αναλυτικά
Η Μάχη των Δερβενακίων ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες που πραγματοποιήθηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, (Βλ. Επανάσταση 1821 ΕΔΩ) με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες και μεγάλη καταστροφή των οθωμανικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Μαχμούτ πασά Δράμαλη. Η μάχη αυτή δόθηκε στις 26 Ιουλίου 1822, σε δύο από τα τέσσερα μικρά ορεινά περάσματα (δερβενάκια), μεταξύ Κορίνθου και κοιλάδας Άργους, εξ ου και η ονομασία της. Άλλο αποτέλεσμα της μάχης αυτής ήταν η ενίσχυση της φήμης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία φόβισε τους τότε πολιτικούς αντιπάλους του.
Ο Δράμαλης φθάνοντας με το ασκέρι του στο Άργος στις 12 Ιουλίου αντελήφθη την ερήμωση του κάμπου πλην όμως αποφάσισε να στρατοπεδεύσει προκειμένου να καταλάβει την ακρόπολη (Λάρισα), μη θέλοντας στη πορεία του για Τρίπολη ν΄ αφήσει πίσω του εχθρικές εστίες. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και το γεγονός ότι το κάστρο Λάρισα ήταν και το πρώτο κατά τη κάθοδό του στην Πελοπόννησο που πρόβαλε αντίσταση, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι σ΄ αυτό οι Αργείοι έχουν αποθηκεύσει τις περιουσίες τους καθώς και πολλά τρόφιμα. Έτσι ξεκίνησε από την επομένη η πολιορκία του κάστρου.
Μέρα με τη μέρα όμως ο οθωμανικός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα. Επιπλέον, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.
Στις 20 Ιουλίου οι Μύλοι Αργολίδας αποτελούσαν το στρατηγείο των Ελλήνων αγωνιστών πέριξ των οποίων είχαν συρρεύσει τα ελληνικά σώματα ατάκτων. Στο συμβούλιο που ακολούθησε, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να περικυκλώσουν τους Τούρκους και έτσι αποφασίστηκε ο εγκλωβισμός του εχθρού στην αργολικό κάμπο, με αποκλεισμό των στενών των Δερβενακίων και ισχυρή άμυνα του Αχλαδόκαμπου και των Μύλων. Παράλληλα αποφασίστηκε ο απεγκλωβισμός των πολιορκημένων του κάστρου Λάρισα, οι οποίοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν από ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Άλλωστε ο αντικειμενικός σκοπός, για τον οποίο είχαν εγκλειστεί, είχε πετύχει απόλυτα με την καθήλωση του Δράμαλη στο Άργος, δίνοντας τον απαιτούμενο χρόνο στρατολόγησης και συγκέντρωσης των ελληνικών στρατευμάτων. Έτσι το βράδυ της 23ης Ιουλίου διατάχθηκαν κάποια τμήματα να προσβάλουν απ΄ όλες τις πλευρές τον χώρο. Μέσα στη νυκτερινή εκείνη ταραχή ειδοποιημένοι κατάλληλα οι πολιορκημένοι εξήλθαν ανενόχλητοι και ενώθηκαν με τα υπόλοιπα ελληνικά τμήματα.
Η καταστροφή του τούρκικου στρατού
Στις 26 Ιουλίου ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει προσωρινά στην Κόρινθο και κινήθηκε προς τα Δερβενάκια, στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα. Η βασική διάβαση, με βάση το σχέδιο του Θ. Κολοκοτρώνη, φυλαγόταν από τον Αντώνη Κολοκοτρώνη και περίπου 1.500 άντρες.
Παράλληλα ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει τον Πλαπούτα με περίπου 800 άντρες στο Σχινοχώρι για να φυλάει τη βορειοδυτική έξοδο της Αργολίδας προς τη Στυμφαλία, και τους Νικηταρά – Παπαφλέσσα στο Στεφάνι – Αγιονόρι, με άλλους 800 άντρες για να φυλάξουν την τρίτη διάβαση προς την Κλένια.
Οι Τούρκοι της εμπροσθοφυλακής μπήκαν στο στενό πέρασμα και όταν έφτασαν στην έξοδο δέχτηκαν τα πυρά των κρυμμένων Ελλήνων. Λίγοι πέρασαν προς την πεδιάδα της Κουρτέσας και ο κύριος όγκος οπισθοχώρησε με μεγάλες απώλειες.
Αφού αυτό το πέρασμα φυλαγόταν καλά από τους Έλληνες, η εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα στράφηκαν προς το δεύτερο κοντινό πέρασμα, αυτό του Άγιου Σώστη, ανατολικά από την κύρια διάβαση. Αυτό το πέρασμα ήταν πολύ ανηφορικό και πιο δύσκολο για τους πεζούς και τα ζώα, αλλά οι Τούρκοι το βρήκαν αφύλακτο και άρχισαν να περνούν προς την Κουρτέσα, ενώ τα τμήματα του Αντώνη Κολοκοτρώνη τους πλευροκοπούσαν. Εν τω μεταξύ, το σώμα των Νικηταρά – Παπαφλέσσα, το μεσημέρι ειδοποιήθηκε με σήματα καπνού ότι ο Δράμαλης κινείται προς τα Δερβενάκια. Ανασυντάχτηκε και με γρήγορη πορεία έφτασε το απόγευμα στις κορυφές ανατολικά, πάνω από τον Αγιο Σώστη, και είδαν τους Τούρκους που περνούσαν προς την Κουρτέσα. Τότε επιτέθηκαν αμέσως στους Τούρκους που βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά, ανατολικά οι νεοφερμένοι και δυτικά τα τμήματα του Α. Κολοκοτρώνη.
Η μάχη κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα και οι Τούρκοι είχαν τρομακτικές απώλειες, σε ανθρώπους, ζώα και υλικά. Όταν σκοτείνιασε, η προσπάθεια των Τούρκων σταμάτησε και γύρισαν στην Τίρυνθα όπου είχαν και πριν το στρατόπεδό τους. Οι απώλειες των Τούρκων, κατά την 26η Ιουλίου, και με βάση τη διασταύρωση απομμνημονευμάτων, άλλων ειδήσεων και εγγράφων, υπολογίζονται περίπου στους 2.500 - 3.000 νεκρούς και τραυματίες.
Τον Ιανουάριο του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη Μάνη, όπου προσπαθούσε να αμβλύνει τις τοπικές διαφωνίες, προκειμένου όλοι να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο, ο οποίος πλέον φάνταζε βέβαιος. Όπως σημειώνει στα απομνημονεύματά του, πέτυχε να συμφιλιώσει «διάφορα σπίτια μανιάτικα, χωρισμένα κατά τη συνήθειά τους», ώστε να κατορθώσει κάπως να οργανώσει τις άτακτες και απείθαρχες τοπικές ομάδες. Ως τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς η Μάνη «έβραζε», με έκδηλες πολεμικές διαθέσεις.
Στις 22 Μαρτίου οι Μανιάτες του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον ανιψιό του Νικήτα Σταματελόπουλο - τον «Νικηταρά», ο οποίος αργότερα, στη μάχη των Δολιανών, θα ονομαζόταν και «Τουρκοφάγος» -, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και μόλις περισσότεροι από 2.000 άνδρες βάδισαν προς την Καλαμάτα. Την επομένη η πόλη παραδόθηκε. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας κυκλοφόρησαν την εξής προκήρυξη, στη Σκάλα Αρκαδίας: «Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη, τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα».
Από την προκήρυξη και μόνο διαφαίνεται το ότι ο Κολοκοτρώνης, ήδη από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, αποκτούσε κύρος και φήμη στρατιωτικού ηγέτη, γεγονός που από τη μία εμψύχωνε τους διστακτικούς Έλληνες αλλά από την άλλη βεβαίως προβλημάτιζε τους εφησυχασμένους κοτζαμπάσηδες. Η φήμη αυτή του Κολοκοτρώνη καθώς και οι επιτυχίες του στις αψιμαχίες των πρώτων ημερών στάθηκαν σωτήριο αντίβαρο για την απειρία των Ελλήνων σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον οργανωμένων στρατευμάτων.
Ο Γέρος του Μοριά στα Δερβενάκια, με τα παλικάρια του
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή των εχθροπραξιών οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στα κάστρα των παραλίων της Πελοποννήσου και στην Τριπολιτσά. Μόνος ανάμεσα στους έλληνες οπλαρχηγούς, ο Κολοκοτρώνης υποστήριζε το σχέδιο πολιορκίας της Τριπολιτσάς, το οποίο δικαίως ταύτιζε με την εδραίωση της επανάστασης. Τελικά, στο πολεμικό συμβούλιο που έλαβε χώρα στο χωριό Πάπαρι, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να διορίσουν αρχιστράτηγο τον Πέτρο Μαυρομιχάλη και να ακολουθήσουν το πολεμικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ήταν, όπως αναφέρει ο Μέντελσον Μπαρτόλντι στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, «να σχηματισθή ευρύ πολιορκητικόν ημικύκλιον περί την Τρίπολιν, να κυκλωθή δε η πόλις και από των περιβαλλόντων το οροπέδιον βουνών• είτα να συσφιγχθή ολονέν στενότερον η ολεθρία ζώνη περί την πόλιν, μέχρις ου καταστή αναπόφευκτος η καταστροφή».
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή των εχθροπραξιών οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στα κάστρα των παραλίων της Πελοποννήσου και στην Τριπολιτσά. Μόνος ανάμεσα στους έλληνες οπλαρχηγούς, ο Κολοκοτρώνης υποστήριζε το σχέδιο πολιορκίας της Τριπολιτσάς, το οποίο δικαίως ταύτιζε με την εδραίωση της επανάστασης. Τελικά, στο πολεμικό συμβούλιο που έλαβε χώρα στο χωριό Πάπαρι, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να διορίσουν αρχιστράτηγο τον Πέτρο Μαυρομιχάλη και να ακολουθήσουν το πολεμικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ήταν, όπως αναφέρει ο Μέντελσον Μπαρτόλντι στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, «να σχηματισθή ευρύ πολιορκητικόν ημικύκλιον περί την Τρίπολιν, να κυκλωθή δε η πόλις και από των περιβαλλόντων το οροπέδιον βουνών• είτα να συσφιγχθή ολονέν στενότερον η ολεθρία ζώνη περί την πόλιν, μέχρις ου καταστή αναπόφευκτος η καταστροφή».
Η Τριπολιτσά τελικά έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από έξι μήνες πολιορκία. Η διχόνοια όμως που ταλάνιζε τις τάξεις των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου, δεν έμοιαζε να υποχωρεί, όπως μαρτυρούν τα λόγια που φέρεται να είπε ο αιχμάλωτος Κιαμίλ Μπέης, μετά την παράδοση των Τούρκων: «Η Τουρκία, καθώς βλέπω, δεν θα μπορέσει να σας υποτάξει όπως πρώτα, αν είστε ενωμένοι και έχετε ένα κεφάλι. Αλλά μη νομίσετε ότι ενικήσατε την Τουρκία, διότι εκυριεύσατε την Τριπολιτσά. Ολόκληρη η Τουρκία δεν κόβεται, και κοιμισμένη ακόμα, μήτε σε πενήντα χρόνια».
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, πρωτοστατούντων του Ανδρέα Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνειδητοποίησαν ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη και διεμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη αλλά μπορούσαν μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Επειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες ανετέθη τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι υπήρχαν, παραιτήθηκε από την πολιορκία στις 23 Ιουνίου 1922. Τότε ήταν όμως που φάνηκε ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τη νεαρή επανάσταση των Ελλήνων.
Νικήτας Σταματελόπουλος,
ο επονομαζόμενος «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» (1787-1849)
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της επανάστασης του 1821. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818, στην Καλαμάτα, και αμέσως επιδόθηκε στη μύηση νέων φιλικών. Η ευκαιρία να αποδείξει την ταγή του στον αγώνα τού δόθηκε λίγες ημέρες μετά τη μάχη του Βαλτετσίου, στα Δολιανά. Στις 18 Μαΐου 1821, επικεφαλής μόλις 200 ανδρών, απέκρουσε την επίθεση 6.000 Τούρκων. Οι νεκροί Τούρκοι έφτασαν τους 300, ενώ το στράτευμά τους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πυροβόλα και να τραπεί σε φυγή. Η νίκη στα Δολιανά ήταν καθοριστική για την επιτυχία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και χάρισε στον Νικήτα την προσωνυμία «Τουρκοφάγος».
ο επονομαζόμενος «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» (1787-1849)
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς της επανάστασης του 1821. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818, στην Καλαμάτα, και αμέσως επιδόθηκε στη μύηση νέων φιλικών. Η ευκαιρία να αποδείξει την ταγή του στον αγώνα τού δόθηκε λίγες ημέρες μετά τη μάχη του Βαλτετσίου, στα Δολιανά. Στις 18 Μαΐου 1821, επικεφαλής μόλις 200 ανδρών, απέκρουσε την επίθεση 6.000 Τούρκων. Οι νεκροί Τούρκοι έφτασαν τους 300, ενώ το στράτευμά τους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πυροβόλα και να τραπεί σε φυγή. Η νίκη στα Δολιανά ήταν καθοριστική για την επιτυχία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και χάρισε στον Νικήτα την προσωνυμία «Τουρκοφάγος».
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Η Εκστρατεία του Δράμαλη (Ιούνιος - Ιούλιος 1822) ήταν μεγάλης κλίμακας προσπάθεια των Τούρκων να καταστείλουν την Ελληνική Επανάσταση στην κυριώτερη εστία της, την Πελοπόννησο. Κατέληξε σε ολοκληρωτική αποτυχία και εξολόθρευση μεγάλου μέρους του οθωμανικού στρατού, στις μάχες των Δερβενακίων και του Αγιονορίου.
Η Εκστρατεία του Δράμαλη (Ιούνιος - Ιούλιος 1822) ήταν μεγάλης κλίμακας προσπάθεια των Τούρκων να καταστείλουν την Ελληνική Επανάσταση στην κυριώτερη εστία της, την Πελοπόννησο. Κατέληξε σε ολοκληρωτική αποτυχία και εξολόθρευση μεγάλου μέρους του οθωμανικού στρατού, στις μάχες των Δερβενακίων και του Αγιονορίου.
Η κάθοδος του Δράμαλη
Η στρατιά του Πασά της Δράμας Μαχμούτ, του επονομαζόμενου Δράμαλη, συγκεντρώθηκε και προετοιμάστηκε στην Ηπειρο, μετά την ήττα του εξεγερμένου Αλή Πασά. Ο νικητής Χουρσίτ Πασάς, που είχε καταπνίξει την εξέγερση, είχε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου και έτσι σερασκέρης (δηλαδή αρχιστράτηγος) ανακηρύχθηκε ο Δράμαλης. Ο Μέντελσον Μπαρτόλντι και πάλι περιγράφει το πλήθος της στρατιάς: «Είκοσι τέσσαρες χιλιάδες πεζοί, εξακισχίλιοι ιππείς και ισχυρόν πυροβολικόν απετέλουν αυτήν• από του έτους δε 1715, ότε ο Αλή Κουμουρτζής διέβη τον Σπερχειόν, απερχόμενος όπως ανακτήση Μωρέαν από τους Ενετούς, ουδέποτε είχεν ίδει η Ελλάς τοιαύτην στρατιωτικήν πομπήν...».
Μετά από την τελική ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά, οι οθωμανικές δυνάμεις υπό τον Χουρσίτ πασά, οι οποίες είχαν σταθμεύσει στη Λάρισα (μεγάλο οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο της εποχής), κινήθηκαν νότια, για να αντιμετωπίσουν την ελληνική επανάσταση με ισχυρότατο εκστρατευτικό σώμα. Επικεφαλής της στρατιάς αυτής, αποτελούμενη από περίπου 24.000 μάχιμους, τα τρία τέταρτα των οποίων ήταν έφιπποι, αρκετά πυροβόλα και πλήθος από φορτηγά ζώα, ήταν ο Μαχμούτ πασάς της Λάρισας ή αλλιώς Δράμαλης. Κύριος στόχος του Δράμαλη ήταν η ανάκτηση των οχυρών της Κορίνθου, του Ναυπλίου και της Τριπολιτσάς με επακόλουθο να συντρίψει την ελληνική εξέγερση, του Χαϊνί Ζορμπαλίκ όπως την αποκαλούσαν οι Οθωμανοί. Με τον Δράμαλη είχαν συστρατευθεί επίσης ως υπαρχηγοί και σωματάρχες τμημάτων ο Ζίχναλή Χασάν Πασάς, o πρώην Μέγας Βεζίρης Τοπάλ ή Σεΐντ Αλή Πασάς, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Ερήπ Αχμέτ Πασάς, ο περίφημος Χασάν Κασάμπασης, ο Τσαρκατζή Αλή Πασάς, ο Μόραλη Αλή Πασάς, ο διαβόητος Δελή ή Ντελή Αχμέτ, ο σπουδαίος Δελήμπασης και διάφοροι ντερεμπέηδες (= αυτόνομοι μπέηδες) της Μακεδονίας, Θράκης και Μαγνησίας, καθώς και τιμαριώτες όπως ο Εμίναγας Κιοπρουλή, ο Καστοριά Μεχμέτμπεης, ο Γιακούμπ Αγάς Καραοσμάνογλους κ.ά.\
Ο Δράμαλης σταθμεύοντας για λίγο στο Ζητούνι περί τα τέλη Ιουνίου, συνέχισε την κάθοδό του προς τα νότια μέσω της Βοιωτίας, καταστρέφοντας τη Θήβα (1 Ιουλίου) και παρακάμπτοντας την Αθήνα, την Ακρόπολη της οποίας κρατούσαν 500 άνδρες. Στο πέρασμα της στρατιάς του Δράμαλη, κανένα από τα ελληνικά σώματα ατάκτων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας δεν κατάφερε να προβάλλει αντίσταση. Οι κάτοικοι των τόπων που διερχόταν κατέφευγαν στα βουνά και σε σπηλιές, οι δε κάτοικοι της δυτικής Αττικής και της Μεγαρίδας καθώς και πολλοί Αρεοπαγίτες κατέφευγαν στη Σαλαμίνα, ενώ κάποιες μικρές δυνάμεις Ελλήνων που προσπάθησαν να υπερασπίσουν τα Μεγάλα Δερβένια του Κιθαιρώνα και στα Γεράνεια όρη υπό τους Ρήγα Παλαμήδη και Θανάση Δεληγιάννη καθώς και εκείνες στο φρούριο του Ακροκόρινθου υπό τον Αχιλλέα Θεοδωρίδη, δείλιασαν και διαλύθηκαν, υποχωρώντας στην Πελοπόννησο και σκορπώντας τον πανικό.
Ο Δράμαλης σταθμεύοντας για λίγο στο Ζητούνι περί τα τέλη Ιουνίου, συνέχισε την κάθοδό του προς τα νότια μέσω της Βοιωτίας, καταστρέφοντας τη Θήβα (1 Ιουλίου) και παρακάμπτοντας την Αθήνα, την Ακρόπολη της οποίας κρατούσαν 500 άνδρες. Στο πέρασμα της στρατιάς του Δράμαλη, κανένα από τα ελληνικά σώματα ατάκτων της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας δεν κατάφερε να προβάλλει αντίσταση. Οι κάτοικοι των τόπων που διερχόταν κατέφευγαν στα βουνά και σε σπηλιές, οι δε κάτοικοι της δυτικής Αττικής και της Μεγαρίδας καθώς και πολλοί Αρεοπαγίτες κατέφευγαν στη Σαλαμίνα, ενώ κάποιες μικρές δυνάμεις Ελλήνων που προσπάθησαν να υπερασπίσουν τα Μεγάλα Δερβένια του Κιθαιρώνα και στα Γεράνεια όρη υπό τους Ρήγα Παλαμήδη και Θανάση Δεληγιάννη καθώς και εκείνες στο φρούριο του Ακροκόρινθου υπό τον Αχιλλέα Θεοδωρίδη, δείλιασαν και διαλύθηκαν, υποχωρώντας στην Πελοπόννησο και σκορπώντας τον πανικό.
Τελικά ο Δράμαλης έφθασε με τον στρατό του στην Κόρινθο στις 5 Ιουλίου όπου και στρατοπέδευσε και στις 7 Ιουλίου κατέλαβε τον Ακροκόρινθο αμαχητί, έχοντας εγκαταλείψει προηγουμένως οι υπερασπιστές του τον χώρο. Οι θησαυροί του Κιαμήλμπεη, περιήλθαν στην κατοχή του, όπως και η χήρα του την οποία και νυμφεύθηκε. Γιορτάζοντας στη συνέχεια την μέχρι τότε επιτυχή του εκστρατεία και το γάμο του και εκδικούμενος τον θάνατο του Κιαμήλμπεη, έχτισε ζωντανούς κάποιους αιχμαλώτους από τη Ρούμελη νκρέμασε ανάποδα δύο υπερήλικες χριστιανούς ιερωμένους. Μετά συγκάλεσε συμβούλιο για να αποφασίσει την πορεία της εκστρατείας του. Οι σύμβουλοί του με προεξέχοντα τον Σέρεζλη Γιουσούφ Πασά φρούραρχο της Πάτρας, που είχε ξεθαρρέψει από τη λύση της πολιορκίας των Πατρών, αλλά και ο Μόραλη Αλή πασάς που γνώριζε την περιοχή του, πρότειναν να κάνει βάση του την Κόρινθο, σύμφωνα και με το παλαιότερο σχέδιο του Χουρσίτ Πασά, και να συγκεντρώσει ισχυρό στόλο στο λιμάνι της. Ο Δράμαλης όμως, μετά και από τις πληροφορίες που του έδωσαν οι κατάσκοποί του ότι ο δρόμος είναι ελεύθερος από επαναστάτες, και με δεδομένο ότι ο οθωμανικός στόλος παρέμενε στην Πάτρα αναμένοντας τον νέο καπουδάν πασά, αποφάσισε να συνεχίσει την επέλασή του με κατεύθυνση την Αργολίδα και από εκεί το Ανάπλι. Έτσι πέρασε από το στενό των Δερβενακίων και έφτασε στο Άργος στις 12 Ιουλίου στα περίχωρα του οποίου και στρατοπέδευσε. Παράλληλα έστειλε στ΄ Ανάπλι ένα μικρό απόσπασμα του ιππικού της εμπροσθοφυλακής από 50 ιππείς υπό τον Μόραλη Αλή πασά ορίζοντάς τον φρούραρχο Ναυπλίου προκειμένου να λύσει την υπό των Ελλήνων πολιορκία της φρουράς που ήταν ήδη έτοιμη να παραδοθεί και να ετοιμάσει την πόλη για μεγαλοπρεπή υποδοχή. Πράγματι ο Πελοποννήσιος αυτός αξιωματούχος έγινε πανηγυρικά δεκτός στο Ναύπλιο όπου και ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα.
Η επικρατούσα την περίοδο εκείνη κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων αγωνιστών δεν ήταν και η καλλίτερη, καθώς τότε άρχισε να εμφανίζεται η πρώτη δυσπιστία μεταξύ των πολιτικών και προκρίτων με τους οπλαρχηγούς. Τον Ιανουάριο του 1822 η τότε ελληνική κυβέρνηση (Εκτελεστικό) απέστειλε στον Θ. Κολοκοτρώνη δίπλωμα στρατηγού και τον διόρισε αρχηγό της πολιορκίας της Πάτρας, ώστε οι οθωμανικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί εκεί να μη ξεχυθούν στην Πελοπόννησο. Πράγματι ο Θ. Κολοκοτρώνης από τις 1 Μαρτίου ξεκινά την πολιορκία της Πάτρας με 6.500 ατάκτους Πελοποννησίους και μερικούς Ζακυνθινούς. Παράλληλα όμως οι πρόκριτοι κυρίως της ΒΔ. Πελοποννήσου ήθελαν ο αγώνας κατά των Οθωμανών να μετατοπιστεί στη Στερεά Ελλάδα, χωρίς βέβαια να λείψουν και οι ραδιουργίες και οι παρασκηνιακές αντενέργειες ιδίως των Δεληγιανναίων σε βάρος του Κολοκοτρώνη. Η μόνη δε αξιόλογη μάχη που έγινε τότε έξω από την Πάτρα ήταν στις 9 Μαρτίου με νίκη των Ελλήνων. Τότε άρχισαν να διαδίδονται διάφορες φήμες από προκρίτους ότι ο Δημήτριος Υψηλάντης στην Κόρινθο μαζί με κάποιους οπλαρχηγούς ετοιμάζονται να ανατρέψουν τον "εκλαμπρότατον" πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Α. Μαυροκορδάτο. Τα αποτελέσματα αυτών των φημών υπήρξαν ολέθρια κυρίως στη στρατολόγηση αλλά και στη γενικότερη οργάνωση των Ελλήνων (πολιτική και στρατιωτική).
Το καριοφύλι κοστιζε μια περιουσία - αιτία το ασήμι ( και το χρυσάφυ σε καποια όπλα οπλαρχηγών) που το στόλιζαν, ενα οπλο με πιριτόλιθο για έναυση, με οχι και τοσο καλή ακρείβεια βολής και μιρό δραστικό βεληνεκες 50μ , στην πραγματικότητα όλοι οι τυποι οπλου της εποχής λεγόταν καρυοφύλι και δεν ήταν και λίγα, όλα με τα ίδια ελατώματα.
Μιά απ τα ίδια αλλά φθηνότερος και ο Σισανές το βασικό όπλο του Τουρκικού στρατου και στην πραγματικότητα και των Ελλήνων τα οποία έπερναν σα λάφυρο νίκης απο τους Τουρκους, και δεν ειχαν καμία σχέση με τα οπλά με καψίλιο που εφεραν οι μέγάλες δυνάμεις, ουτε στην ακρίβεια βολής ούτε στο δραστικό βεληνεκές.
Τότε το Εκτελεστικό έστειλε διαταγές στους προκρίτους για υποχρεωτική στρατολόγηση ανδρών των περιοχών τους προκειμένου να οργανωθεί τακτικός στρατός και να εκστρατεύσουν στην Ανατολική και Δυτική Στερεά. Η στρατολόγηση αυτή που γινόταν υπό απειλή δήμευσης περιουσιών στους μη προσερχόμενους, είχε αποφασιστεί σε γενική συνέλευση και των δύο πολιτικών σωμάτων με δεδομένο ότι ο εχθρός εκινείτο στη Στερεά. Παρότι όμως το βουλευτικό εξαιρούσε της στρατολόγησης τους άνδρες που βρίσκονταν περί την Πάτρα, οι πρόκριτοι φθονώντας τον Κολοκοτρώνη εφάρμοσαν το μέτρο και στην Πάτρα με συνέπεια να απογυμνώνεται σιγά σιγά ο στρατηγός από το στράτευμα που είχε δημιουργήσει. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Θ. Κολοκοτρώνη ο οποίος και αποφάσισε τη λύση της πολιορκίας της Πάτρας. Ο ίδιος μετακινήθηκε στο Άργος όπου και προσκάλεσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Νικήτα Σταματελόπουλο και άλλους φίλους του σε συνάντηση. Η κίνησή του αυτή σε συνέχεια των φημών δημιούργησε έντονες αγωνίες για την εξέλιξη της κατάστασης τόσο στους χωρικούς όσο κυρίως στους προκρίτους. Την αγωνία εκείνη ήρθε και ενίσχυσε η είδηση της καταστροφής που σημειώθηκε στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου), όπου ο φόβος εμφυλίου άρχισε να γίνεται ορατός. Σαν να μην έφθαναν αυτά, άρχισαν και οι φιλονικίες μεταξύ των οπλαρχηγών για την κατοχή κάποιων αρματολικιών όπως π.χ. των Αγράφων μεταξύ Καραϊσκάκη και Ράγκου, του Βλοχού μεταξύ Στάικου και Βλαχόπουλου, των Κραβάρων μεταξύ Πηλάλα και Καναβού, ενώ πολλοί ακόμα οπλαρχηγοί άρχιζαν να συνάπτουν ψεύτικα "καπάκια" με τους Τούρκους, δηλαδή να ψευτοπροσκυνούν προσωρινά τον εχθρό όπως π.χ. ο Γώγος Μπακόλας, ο Ιωάννης Σιαφάκας, ο Στορνάρης κ.ά.
Στις κρίσιμες εκείνες στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης, την έκρηξη εμφυλίου απέτρεψε κυριολεκτικά η συνταρακτική είδηση της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο και η κατάληψη του Ακροκόρινθου, η απώλεια του οποίου υπήρξε πλήγμα για τους Έλληνες. Έτσι ο φόβος του εμφυλίου μετατράπηκε σε πανικό από την κυβέρνηση μέχρι τους χωρικούς. Η δε ταχύτατη κάθοδος του Δράμαλη είχε ευνοηθεί ακριβώς από την γενικότερη ακαταστασία των τότε ελληνικών πραγμάτων, τόσο στη Στερεά όσο και στην Πελοπόννησο. Σημειώνεται ότι η τότε ελληνική διοίκηση δεν είχε καμία πληροφορία για την κάθοδο του Δράμαλη και των σκοπών του, παρότι από τις 24 Ιουνίου ο μόλις αμνηστευθείς Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε στείλει στον αντιπρόεδρο του εκτελεστικού Αθανάσιο Κανακάρη την περίφημη λακωνική επιστολή που ανέφερε: "Σας στέλω 30.000 Τούρκους για να μονοιάσετε. Κάμετέ τους ότι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι να μην αφήσω άλλους να περάσουν και αναλαμβάνω τον Σερασκέρ Χουρσίτ πασά."
Κανείς όμως δεν έδωσε στοιχειώδη σημασία επειδή ακριβώς αποστολέας ήταν ο Δυσέας (όπως ονομαζόταν ο Ανδρούτσος στη γλώσσα των αγωνιστών).
Πανικός στην Αργολίδα
Η είδηση της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο καθώς και η αναφορά στην τεράστια στρατιά του σκόρπισε τον πανικό. Απελπισμένοι οι χωρικοί εγκατέλειψαν τα χωριά τους αναζητώντας καταφύγιο στα βουνά. Μεγαλύτερη όμως ταραχή και πανικός σημειώθηκε στο Άργος που την εποχή εκείνη είχαν μεταφερθεί εκεί οι πρόσφυγες των Κυδωνιών και της Χίου. Τα γυναικόπαιδα αυτών στην ιδέα ότι μπορεί να ξαναζήσουν τις τουρκικές αγριότητες που είχαν υποστεί πριν λίγους μήνες, με αλαλαγμούς και θρήνους άρπαζαν ότι πολύτιμο είχαν και σαν τρελοί έπαιρναν το δρόμο για τους Μύλους. Η δε κυβέρνηση που έδρευε τότε στο Άργος αντί με το παράδειγμά της να δώσει θάρρος στον κόσμο λιποψύχησε και τα περισσότερα μέλη του Εκτελεστικού, της Βουλευτικής επιτροπής και μινίστροι (υπουργοί), ξεπερνώντας σε ταχύτητα την άτακτη φυγή των κατοίκων, έσπευσαν πανικόβλητα στους Μύλους όπου και επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία - ημιολίες - που βρίσκονταν εκεί, μία των Κουντουριωτών και μία του Σπετσιώτη Κολομπόταση, με τις οποίες στη συνέχεια ανοίχτηκαν στον Αργολικό Κόλπο.
Παράλληλα στο Άργος είχαν καταφύγει και ο Δ. Υψηλάντης με λίγους ατάκτους του, αλλά και οι πρόκριτοι της Κορίνθου που έντρομοι ανακηρύττουν τον Θ. Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο με απόλυτη ελευθερία δράσης. Μέσα σ΄ εκείνη την ατμόσφαιρα του τρόμου, της σύγχυσης και της αναρχίας ένεκα πανικού δύο ιστορικές μορφές ξεχωρίζουν και επιβάλλονται, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης λαμβάνοντας τη θαρραλέα απόφαση της άμεσης σύγκρουσης με τις δυνάμεις του Δράμαλη.
Η είδηση της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο καθώς και η αναφορά στην τεράστια στρατιά του σκόρπισε τον πανικό. Απελπισμένοι οι χωρικοί εγκατέλειψαν τα χωριά τους αναζητώντας καταφύγιο στα βουνά. Μεγαλύτερη όμως ταραχή και πανικός σημειώθηκε στο Άργος που την εποχή εκείνη είχαν μεταφερθεί εκεί οι πρόσφυγες των Κυδωνιών και της Χίου. Τα γυναικόπαιδα αυτών στην ιδέα ότι μπορεί να ξαναζήσουν τις τουρκικές αγριότητες που είχαν υποστεί πριν λίγους μήνες, με αλαλαγμούς και θρήνους άρπαζαν ότι πολύτιμο είχαν και σαν τρελοί έπαιρναν το δρόμο για τους Μύλους. Η δε κυβέρνηση που έδρευε τότε στο Άργος αντί με το παράδειγμά της να δώσει θάρρος στον κόσμο λιποψύχησε και τα περισσότερα μέλη του Εκτελεστικού, της Βουλευτικής επιτροπής και μινίστροι (υπουργοί), ξεπερνώντας σε ταχύτητα την άτακτη φυγή των κατοίκων, έσπευσαν πανικόβλητα στους Μύλους όπου και επιβιβάστηκαν σε δύο πλοία - ημιολίες - που βρίσκονταν εκεί, μία των Κουντουριωτών και μία του Σπετσιώτη Κολομπόταση, με τις οποίες στη συνέχεια ανοίχτηκαν στον Αργολικό Κόλπο.
Παράλληλα στο Άργος είχαν καταφύγει και ο Δ. Υψηλάντης με λίγους ατάκτους του, αλλά και οι πρόκριτοι της Κορίνθου που έντρομοι ανακηρύττουν τον Θ. Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο με απόλυτη ελευθερία δράσης. Μέσα σ΄ εκείνη την ατμόσφαιρα του τρόμου, της σύγχυσης και της αναρχίας ένεκα πανικού δύο ιστορικές μορφές ξεχωρίζουν και επιβάλλονται, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης λαμβάνοντας τη θαρραλέα απόφαση της άμεσης σύγκρουσης με τις δυνάμεις του Δράμαλη.
Πολεμικό σχέδιο Ελλήνων
Τον ίδιο χρόνο που συσκεπτόταν ο Δράμαλης στην Κόρινθο, ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ. Υψηλάντης κατέστρωναν το σχέδιο αντιμετώπισής του στο Άργος. Κύριο πρόβλημα ήταν ο τεράστιος οθωμανικός στρατός σε αντίθεση με τις σχεδόν ανύπαρκτες ελληνικές δυνάμεις ατάκτων, έπειτα μάλιστα από τις άστοχες εκείνες κυβερνητικές διαταγές στρατολόγησης για δημιουργία τακτικού στρατού υπό των προκρίτων, που το μόνο που είχαν επιφέρει ήταν η σύγχυση και η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των στρατολογημένων και τελικά η διάλυσή τους αφού καμία επιχείρηση δεν ανέλαβαν (οι πρόκριτοι). Έτσι αναζητήθηκαν τρόποι ή συνθήκες που θα μπορούσαν να μειώσουν την επιχειρησιακή ικανότητα του εχθρού αλλά και πίστωση χρόνου για ανασυγκρότηση ελληνικών μονάδων ατάκτων. Λύση στην πρώτη περίπτωση έδινε η ίδια η μορφολογία του ελληνικού εδάφους που δεν ήταν τίποτε άλλο από την εκμετάλλευση των ορεινών περασμάτων, για δε τη δεύτερη επιλέχθηκε ο αντιπερισπασμός με συνεχείς οχλήσεις προκειμένου να επέλθει διάσπαση της εχθρικής δύναμης, ή χρονική καθήλωση με ταυτόχρονη εφαρμογή παθητικής άμυνας μέχρι να ολοκληρωθεί η ανασυγκρότηση των ατάκτων. Πρώτη ενέργεια παθητικής άμυνας ήταν η άμεση διαταγή της πυρπόλησης όλων των γεννημάτων και καρπών του αργολικού κάμπου και η απομάκρυνση όλων των κοπαδιών αιγοπροβάτων και των βοοειδών από την περιοχή.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, αν και πρόεδρος τότε της Βουλευτικής επιτροπής δεν μιμήθηκε την ιταμή φυγή σε πλοία αλλά έσπευσε στους Μύλους όπου και συγκρότησε ομάδα 700 ανδρών αναλαμβάνοντας την εκτέλεση των αντιπερισπασμών. ενισχύοντας αρχικά την Ακρόπολη του Άργους, το καλούμενο φρούριο Λάρισα. που στο μεταξύ είχε προκαταλάβει ο Μανιάτης οπλαρχηγός Καραγιάννης, ή Καρίγιαννης με τους συντρόφους του. Ο δε Θ. Κολοκοτρώνης αναλαμβάνοντας την ανασυγκρότηση ατάκτων δυνάμεων περιέτρεχε έφιππος την ύπαιθρο της Αρκαδίας καλώντας τους Έλληνες στα όπλα. Το παράδειγμά του ακολούθησαν ο Νικηταράς και ο Παπαφλέσσας που είχαν προστρέξει εξ αρχής.
Η δυνατή φωνή του Κολοκοτρώνη αντήχησε σ΄ όλη την Πελοπόννησο και χιλιάδες μαχητές άρχισαν να τον ακολουθούν. Ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν τελείως αγράμματος πλην όμως, παράλληλα με τις ηγετικές του ικανότητες είχε το χάρισμα να μεταδίδει αυτό που πίστευε διεγείροντας πάντα υπέρ αυτού τα αισθήματα των Ελλήνων. Εν προκειμένω στους εγερτήριους λόγους του δεν περιοριζόταν μόνο στις έννοιες πατρίδα, θρησκεία και δόξα αλλά ήξερε να διεγείρει τις ισχυρότερες λαϊκές προλήψεις, βεβαιώνοντας ότι πλήθος οιωνών όπως αρνιά, περιστέρια και κοράκια προαναγγέλλουν την ασφαλή καταστροφή του Δράμαλη. Με τέτοιους πειστικούς λόγους είχαν φθάσει οι Μωραΐτισσες να φωνάζουν στους άνδρες τους "τρέξτε γιατί αν δεν πάτε θα πάμε εμείς !". Κάτω από αυτές τις συνθήκες και η Γερουσία "εξ ανάγκης" συνέπραξε καλώντας όλους τους οπλαρχηγούς να συνταχθούν με τον επίσημα πλέον αρχιστράτηγο Κολοκοτρώνη.
Την ημέρα που ο Δράμαλης στρατοπέδευσε στο Άργος ο Κολοκοτρώνης ξεκινούσε από την Τρίπολη έχοντας συγκεντρώσει πολυάριθμους ατάκτους που συνεχώς αυξάνονταν, όπως ο ποταμός που δέχεται τα ρυάκια από τις εκατέρωθεν πλαγιές των βουνών. Στο δρόμο της επιστροφής στον Αχλαδόκαμπο ο Κολοκοτρώνης συναντώντας μία ομάδα Μανιατών με μουλάρια που ερχόταν από το Άργος με λάφυρα τους φώναξε "για πού τραβάτε, ορέ;" και εκείνοι απάντησαν "παμε να ξεφορτώσουμε τους αρρώστους και τα πράγματά μας και μετά επιστρέφουμε στη μάχη", "Άε στου διαόλου τη μάνα, κακαβούλια!" τους αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε την κάθοδο προς τους Μύλους. Οι Μανιάτες αυτοί, προκειμένου ν΄ αποφύγουν τη χλεύη των ατάκτων που ακολουθούσαν άλλαξαν δρόμο. Την ντροπή τους ξέπλυνε ο οπλαρχηγός Καραγιάννης, ή Καρίγιαννης στο κάστρο του Άργους.
Οι αντίπαλοι στρατοί
Ο Δράμαλης, ήταν πρίγκιπας (Μπεηζάνης) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχοντας διακριθεί παλαιότερα ως στρατιωτικός (Σερντάρης), στην Αίγυπτο αλλά και στον ελλαδικό χώρο από τον Μάιο του 1821, και ήδη Βαλής της Λάρισας. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά και τη διάλυση του Πασαλικιού των Ιωαννίνων διορίσθηκε από τον Σουλτάνο Μόρα-Βαλεσί, λαμβάνοντας ταυτόχρονα εντολή να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση. Για το σκοπό αυτό κατάφερε και συγκρότησε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, πρωτοφανή για την περιοχή από την αρχή της τουρκοκρατίας, από περίπου 30.000 μαχητές, εκ των οποίων το 1/5 αποτελούσαν ιππείς, επικουρούμενοι από έξι κανόνια φερόμενα σε άμαξες. Σημειώνεται όμως ότι απ΄ όλη αυτή τη δύναμη μόνο το 1/3 αποτελούσε τακτικό οσμανικό στρατό, τα υπόλοιπα 2/3 συγκροτούνταν από ατάκτους ντελήδες (ριψοκίνδυνους), τουρκαλβανούς (μουσουλμάνους Αλβανούς), παλαίμαχους προηγουμένων εκστρατειών, συνεπώς έμπειρους αλλά και οπλισμένους με καινούργια όπλα. Η διοικητική μέριμνα όμως μιας τέτοιας σε μέγεθος στρατιάς ήταν δυσανάλογα ανεπαρκής.
Η κίνηση της στρατιάς αυτής ακολουθούσε το οσμανικό τυπικό της συνεχούς φάλαγγας όπου προηγούνταν οι δερβίσηδες και οι ιερωμένοι, αγέρωχοι και υπό ενθουσιασμό αλαλάζοντας. Αυτούς ακολουθούσαν τύμπανα και άλλα βροντώδη όργανα σε ρυθμικούς ήχους, των οποίων έπονταν ο έφιππος αρχιστράτηγος με το επιτελείο, τις σημαίες, και τη φρουρά του και ακολούθως ο τακτικός στρατός που έψελνε στίχους του Κορανίου. Τούτων ακολουθούσαν τα άτακτα στίφη, που άλλοι τραγουδούσαν, ή αλάλαζαν, ή πυροβολούσαν στον αέρα. Τελευταίοι ακολουθούσε ένα πλήθος από υποζύγια, κάρα, φορτωμένα με τρόφιμα και πολεμοφόδια, υπηρέτες, υπαλλήλους και τεχνίτες. Εκατέρωθεν της φάλαγγας περιέτρεχαν καλπάζοντας οι ιππείς προκαλώντας τεράστια σύννεφα κονιορτού σε όλο το μήκος της. Οι δε ήχοι τυμπάνων, οι αλαλαγμοί, οι κρότοι των όπλων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων ενισχύονταν από την αντήχηση μέσα σε χαράδρες. Ο Πουκεβίλ περιγράφοντας τη στρατιά παρομοιάζει το θόρυβο της με μυκηθμούς παμμέγιστης αγέλης ταύρων σε εξόρμηση.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες αποτελούσαν περιστασιακά σώματα ατάκτων Πελοποννησίων χριστιανών (Ελλήνων και Αρβανιτών), κυρίως γεωργών και κτηνοτρόφων που είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους και είχαν πρόχειρα στρατολογηθεί από τους καπεταναίους και τους οπλαρχηγούς. Αυτοί ήταν μερικώς οπλισμένοι με παλιά τουφέκια και σπαθιά ενώ πολλοί από αυτούς ως οπλισμό έφεραν αγροτικά εργαλεία όπως τσουγκράνες, δρεπάνια και μαχαίρια. Αν και ασύντακτοι και απειθάρχητοι ήταν ικανότατοι σε γιουρούσια (καταδρομικές επιχειρήσεις) κλεφτοπολέμου και ιδιαίτερα εκπληκτικοί σε όλους τους τύπους ακροβολισμών και προκαλύψεων καθώς και σε ταχύτατες διαβάσεις ορεινών όγκων. Βέβαια στερούνταν σε ιππικό σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, γεγονός που τους στερούσε τη δυνατότητα καταδίωξης του εχθρού μετά από μάχες. Έτσι σε νικηφόρες εκβάσεις περιορίζονταν στη συνέχεια στη λαφυραγωγία για αποκατάσταση των ελλείψεών τους όπως π.χ. πιστόλες, τουφέκια, βόλια, σπάθες (γιαταγάνια), κανόνια και μπάλες καθώς και διάφορα υποζύγια (άλογα, καμήλες, μουλάρια κ.λπ), ή είδη εκστρατείας π.χ. καζάνια, σκηνές κ.λπ.. Η διανομή όλων αυτών γινόταν πάντα υπό την επιμέλεια των οπλαρχηγών και καπεταναίων.
Υπό τον αρχιστράτηγο Θ. Κολοκοτρώνη στρατολογήθηκαν τουλάχιστον 6.000 πεζοί, ενώ άλλοι 2.000 υπό τους αρχηγούς Υψηλάντη, Νικηταρά και Παπαφλέσσα. Μεταξύ δε αυτών των δυνάμεων υπήρχαν και 100 Μακεδόνες υπό τον καπετάν Γάτσο.
Το χρυσό καριοφύλι του Αλή Πασά, που στην πραγματικότητα οπος βλέπετε ειναι ενας απλός Σισανές καλυμένος με χρυσό.βρίσκεται σε μουσείο στα Ιωάννινα
Αποκλεισμός στην Αργολίδα
Ο Δράμαλης φθάνοντας με το ασκέρι του στο Άργος στις 12 Ιουλίου αντελήφθη την ερήμωση του κάμπου πλην όμως αποφάσισε να στρατοπεδεύσει προκειμένου να καταλάβει το κάστρο Λάρισα μη θέλοντας στη πορεία του για Τρίπολη ν΄ αφήσει πίσω του εχθρικές εστίες. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και το γεγονός ότι το κάστρο Λάρισα ήταν και το πρώτο κατά τη κάθοδό του στην Πελοπόννησο που πρόβαλε αντίσταση, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι σ΄ αυτό οι Αργείοι έχουν αποθηκεύσει τις περιουσίες τους καθώς και πολλά τρόφιμα. Έτσι ξεκίνησε από την επομένη η πολιορκία του κάστρου.
Μέρα με τη μέρα όμως ο οθωμανικός στρατός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα (ο καπετάν ψωμάς ή καπετάν πείνας, κατά την ιδιωματική γλώσσα των αγωνιστών του 1821). Κατά σύμπτωση, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Τα δε σταφύλια κάποιων μικρών αμπελώνων ήταν ακόμα άγουρα που προκαλούσαν πυρετούς και δυσεντερίες σε όσους τα έτρωγαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.
Στις 20 Ιουλίου οι Μύλοι Αργολίδας αποτελούν το στρατηγείο των Ελλήνων αγωνιστών πέριξ των οποίων έχουν συρρεύσει τα ελληνικά σώματα ατάκτων. Στο συμβούλιο που ακολουθεί αποφασίζεται, με προτοπή του Κολοκοτρώνη, ο εγκλωβισμός του εχθρού στην αργολικό κάμπο, με αποκλεισμό των στενών των Δερβενακίων και ισχυρή άμυνα του Αχλαδόκαμπου και των Μύλων. Παράλληλα αποφασίστηκε ο απεγκλωβισμός των πολιορκημένων του Κάστρου Λάρισα οι οποίοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν από ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Άλλωστε ο αντικειμενικός σκοπός για τον οποίο και είχαν εγκλειστεί, η καθήλωση του Δράμαλη στο Άργος, είχε επιτευχθεί και έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο στρατολόγησης και συγκέντρωσης των ελληνικών στρατευμάτων. Έτσι το βράδυ στις 23 Ιουλίου διατάχθηκαν κάποια τμήματα να προσβάλουν απ΄ όλες τις πλευρές τον χώρο. Μέσα στη νυκτερινή εκείνη ταραχή ειδοποιημένοι κατάλληλα οι πολιορκημένοι εξήλθαν ασφαλώς και ενώθηκαν με τα ελληνικά τμήματα.
Η καταστροφή του τούρκικου στρατού
Στις 26 Ιουλίου ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει προσωρινά στην Κόρινθο και κινήθηκε προς τα Δερβενάκια, στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα. Η βασική διάβαση, με βάση το σχέδιο του Θ. Κολοκοτρώνη, φυλαγόταν από τον Αντώνη Κολοκοτρώνη και περίπου 1.500 άντρες.
Παράλληλα ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε τοποθετήσει τον Πλαπούτα με περίπου 800 άντρες στο Σχινοχώρι για να φυλάει τη βορειοδυτική έξοδο της Αργολίδας προς τη Στυμφαλία, και τους Νικηταρά - Παπαφλέσσα στο Στεφάνι και στo Αγιονόρι, με άλλους 800 άντρες για να φυλάξουν την τρίτη διάβαση προς την Κλένια.
«Σήμερα ο καθείς από εμάς θα καταδιώκη πολλούς, θα πάρητε λάφυρα πολλά και θησαυρούς του Αλή Πασιά θα τους μοιράζετε με το φέσι τα φλωριά, όπου τα έχουν οι Τούρκοι, είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχεν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ' άρματα των Τούρκων, με τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε, ...»
Αυγή 26 Ιουλίου ο Δράμαλης κινιται πρός στην Κόρινθο και διαλέγει το πέρασμα των δερβενακίων, και κινήθηκε προς τα Δερβενάκια, ένα στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα. Εκεί όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και περίπου 2.500 άνδρες: 1.000 που βρίσκονταν ήδη στο Βαλτέτσι, 700 που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη από το αρχηγείο του στο Χρυσοβίτσι και περίπου 800 που διοικούσε ο Πλαπούτας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των τουρκικών στρατευμάτων στις 5.000 και άλλες στις 13.000. Η μάχη του Βαλτετσίου έληξε με τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων στις 13 Μαΐου.
Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αναφέρει: «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της πατρίδος• αν εχαλιώμεθα εκινδυνεύαμε να κάμωμε ορδί πλέον... Δώδεκα-δεκατρείς Μαΐου ήταν. Είκοσι τρεις ώρες εβάσταξε ο πόλεμος». Η νίκη των ελλήνων επαναστατών στο Βαλτέτσι ήταν πολύ σημαντική για το ηθικό τους και ανάγκασε τους Τούρκους που είχαν απομείνει στην Τριπολιτσά να περιοριστούν στην άμυνα, ιδιαίτερα καθ' ότι δύο περαιτέρω απόπειρές τους, στα Βέρβενα και στα Δολιανά, απέβησαν επίσης μάταιες.
Η δεύτερη μάχη διεξάχθηκε στο Αγιονόρι, στις 28 Ιουλίου καθώς ο Δράμαλης, ξεκινώντας πάλι από την Τίρυνθα, δοκίμασε την τύχη του στην τρίτη διάβαση προς την Κόρινθο. Σε αυτές τις καθοριστικές μάχες, ουσιαστικά εξουδετέρωθηκε η στρατιά του Δράμαλη και τα υπολείμματά της δεν κατάφεραν να φύγουν ποτέ από την Κόρινθο.
Έχοντας χάσει το 1/5 του στρατεύματος του, πολεμικό υλικό και πολλά ζώα, ο Δράμαλης πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο. Η Επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Άγαλμα του Θ.Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια
Η συμβολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Η θετική έκβαση της μάχης των Δερβενακίων προκάλεσε τεράστιες εντυπώσεις και αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων. Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που έχουν εκδοθεί από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, έχει διασωθεί ένα έγγραφο της Πελοποννησιακής Γερουσίας, που απευθύνεται στους Εφόρους της επαρχίας της Καρύταινας. Είναι χαρακτηριστικό του ενθουσιασμού που προκάλεσε η νίκη των Ελλήνων και έδωσε ευκαιρία στις τοπικές ηγεσίες να καλούν τον κόσμο να στρατευθεί στον αγώνα. «Τώρα χρειάζονται περισσότερα στρατεύματα δια να στερεώσωμεν την ανεξαρτησίαν μας» τόνιζε η ηγεσία της Πελοποννησιακής Γερουσίας με επικεφαλής τον Ασημάκη Φωτήλα. Το έγγραφο με τα καλά νέα, εστάλη την επομένη της περιφανούς νίκης και είναι το ακόλουθο:
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.«Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδεςκαι γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.Στρώμα ’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;».Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο ΚολοκοτρώνηςΚλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,Γράμματα πάνε κ’ έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες».
Ήταν πασάδες ξακουστοί, πολλοί ντερεμπεήδες,«Ήταν ασκέρι τούρκικο, μιά κοσαριά χιλιάδες.καί άλα- άλα κάνανε, στόν Αγιο Σώστη πάνε.δέν ετηράξανε στρατό, μηδέ και παλληκάρια,ο καπετάν Νικηταράς κ' οι Κολοκοτρωναίοι.Μά ΄κει τούς καρτεράγανε με δυνατό ντουφέκι,Κ' ευθύς εξεσπαθώσανε, τούς έδωκαν ντουμάνι.Δώστε φωτιά, μωρέ παιδιά, προσέχτε παλληκάρια.Στά Δερβενάκια κείτονται, κορμιά χωρίς κεφάλι,Της Ρούμελης οι μπέηδες και τού Μωριά οι λεβέντεςκ' έχουνε για παπλώματα τους πάγους και τα χιόνια.στρώμα 'χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο την πέτρα,
Τα Δερβενάκια με την περίλαμπρη νίκη, έγιναν σύμβολο του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, δικαίωσαν την στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και εδραίωσαν την Επανάσταση, μαζί με τις άλλες νικηφόρες μάχες.
Έτσι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στάθηκε ο οργανωτής και κύριος αυτουργός αυτής της νίκης που έσωσε την επανάσταση και εξασφάλισε την ελευθερία στη νεότερη Ελλάδα.
Σύντομα η καταστροφή του Δράμαλη έγινε τραγούδι και θρύλος σε πολλά δημώδη ελληνικά τραγούδια:
Της Ρούμελης οι Μπέηδες και του Μωριά οι λεβέντες
Στο Ντερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια ...
Επίλογος
Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη ολοκληρώθηκε στη μάχη του Αγιονορίου, στις 28 Ιουλίου 1822. Έτσι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στάθηκε ο οργανωτής και κύριος αυτουργός αυτής της νίκης που έσωσε την Επανάσταση και εξασφάλισε την ελευθερία στη νεότερη Ελλάδα.
Όσο για την δύναμη του Οθωμανικού στρατού ? Εμπειροπόλεμοι , Υπερ. εξοπλισμένοι , Νικητές , Σφαγείς , με κανόνια, σύγχρονα πυροβόλα, Γάλλους Αξιωματικούς, Επαγγελματίες, Είχαν συντρίψει τους Ιταλούς , Είχαν συντρίψει τους Ρώσσους , Είχαν συντρίψει κάθε είδους δυτικού τύπου στρατό , ( π.χ ο ιερός λόχος συντρίφτηκε και σφαγιαστικέ αμάχητή )
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
ΠΗΓΗ:
Χορηγός: mixanikos365 διακριτικά στο τέλος του άρθρου χωρίς συνεχείς διαφημήσεις και αναδυόμενα παράθυρα