Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταγόταν από φημισμένη οικογένεια. Γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου του 1770 και πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, σε ηλικία 73 ετών.
Στα υπαγορευμένα απομνημονεύματά του, δίνει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της οικογένειάς του πριν από αυτόν. Το αρχικό επώνυμό της ήταν Τζεργίνης. Στη συνέχεια ο Δήμος Τζεργίνης, που έζησε την εποχή της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685-1715), ονομάστηκε Μπότσικας (από τον οικισμό Καλύβια [μαντριά] Κότσικα> στονΤουρκολέκα Αρκαδίας). Ο γιος του Δήμου, Γιάννης, ήταν ο πρώτος της γενιάς του που υιοθέτησε το όνομα Κολοκοτρώνης. Κατά την οικογενειακή παράδοση ο Γιάννης ονομάστηκε αρχικά «Μπιθεγκούρας» (από προσωνύμιο που του αποδόθηκε από κάποιον Αρβανίτη, στα αρβανίτικα σημαίνει: αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε στον ίδιο το όνομα «Κολοκοτρώνης», που είναι η ακριβής μετάφραση του αρχικού προσωνυμίου.
Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Τον πατέρα του τον έβλεπε πολύ σπάνια.Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов) ο οποίος κατά τη διάρκεια του της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.
Νεανικά χρόνια
Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, το 1785, μετακόμισε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στο χωριό Άκοβος όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Διορίστηκε αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1790, παντρεύεται στον Άκοβο την κόρη προεστού του Ακόβου, Αικατερίνη Καρούτσου. Στον Άκοβο έζησε τα επόμενα 7 χρόνια, μέχρι το 1797, σαν οικογενειάρχης και νοικοκύρης, απέκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία. Επίσης εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα παιδιά του. Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ' όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Όταν οι κάτοικοι των Βερβένων αρνήθηκαν να συνδράμουν τους καταδιωκόμενους κλέφτες, αυτοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει το γεγονός στη Διήγησή του: «ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλῃ ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: ἔχομε βόλια καὶ μπαροῦτι, καὶ ἐπήγαμε καὶ τοὺς 'χαλάσαμε.».Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Φιλική Εταιρεία
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη, ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Επανάσταση
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.
Όλοι οι λαοί έχουν την τάση να αποκρύπτουν στην ιστορία τους γεγονότα που ταυτίζονται με αυτό που περικλείει η φράση «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Η άλωση της Τρίπολης, έξι μήνες μετά το πρόσταγμα για γενικό ξεσηκωμό, ήταν το κομβικό γεγονός που εδραίωσε την επανάσταση και έθεσε ουσιαστικά υπό ελληνική κατοχή την Πελοπόννησο. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί πρώτος τη στρατηγική σημασία κατάληψης του σημαντικότερου διοικητικού, στρατιωτικού και οικονομικού κέντρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο. Χάρη στην επιμονή του, οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα μικρά μεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο του Μοριά.
Εντός των τειχών βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι από 30.000 άμαχοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και αρκετές χιλιάδες ενόπλων. Η Τριπολιτσά ήταν το σύμβολο της τουρκικής τυραννίας επί έναν αιώνα. Με αυτήν είχαν συνδεθεί οι χειρότερες αναμνήσεις της σκλαβιάς του πελοποννησιακού λαού. Από εκεί αναχωρούσαν οι εισπράκτορες των τουρκικών φόρων και εκεί υπήρχε ο πλάτανος του μαρτυρίου, στον οποίο είχαν απαγχονιστεί εκατοντάδες χριστιανοί ως θανατοποινίτες και για παραδειγματισμό.
Στις αρχές Μαΐου του ’21 η πόλη είχε αποκλειστεί από τις ελληνικές δυνάμεις, που λίγες ημέρες πριν από την εισβολή έφτασαν περίπου τους 10.000 πολεμιστές. Οποιαδήποτε προσπάθεια των πολιορκημένων για αντιπερισπασμό και μεταφορά προμηθειών στην πόλη απέτυχε. Ο κλοιός έσφιγγε μέρα με τη μέρα. Έως το Σεπτέμβρη η κατάσταση εντός της Τρίπολης είχε γίνει τραγική. Η ασιτεία και οι ασθένειες θέριζαν τον πληθυσμό και ήταν πια ξεκάθαρο ότι μοναδική σωτηρία θα ήταν η παράδοση και συνθηκολόγηση.
Η ένοπλη τουρκική αντίσταση κράτησε περίπου δύο ώρες. Αφού κάμφθηκε, ακολούθησε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του τουρκικού πληθυσμού, σε όρους του γενοκτονικού συνθήματος «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά, μηδέ στον κόσμον όλο». Η έκρηξη μίσους απέναντι στους προαιώνιους δυνάστες ήταν τέτοιας έντασης, που επί τρεις ημέρες οι Έλληνες επιδόθηκαν σε ένα όργιο φρίκης και βαρβαρότητας, παραδίδοντας στη φωτιά και το τσεκούρι οτιδήποτε τουρκικό, αλλά και εβραϊκό. Από την εκδικητική μανία δεν διέφυγαν ούτε εγκυμονούσες γυναίκες, ούτε καν μωρά παιδιά, με τις περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων και ιστορικών να είναι ανατριχιαστικές. Ακόμα και γνωστοί σε διεθνές επίπεδο φιλέλληνες αναγκάστηκαν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους.
Όπως ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκβίλ. «Μονάχα αν βάλει κανείς στο νου του τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Ο Έλληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ότι «γυναίκες, νεανίδες, βρέφη, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο στο έδαφος και ότι ένας λιθόστρωτος δρόμος έγινε... πτωματόστρωτος, με αποτέλεσμα πεζοί και ζώα να πατούν επί πτωμάτων».
Μετά από τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν και ξεκίνησε η σύληση τάφων. «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους», γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος στον Γ’ τόμο της «Ελληνικής Επανάστασις» (1957).
Περίπου 100 Ευρωπαίοι αξιωματικοί παρακολούθησαν τις σφαγές στην Τριπολιτσά. Ο επίσης φιλέλληνας Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Στ. Κλαιρ, ο οποίος επικαλείται στο βιβλίο του τις μαρτυρίες αρκετών εξ αυτών, εκτιμά τον αριθμό των σφαγιασθέντων σε «πολύ πάνω από 10.000» και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες… Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα». Γενικώς οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των δολοφονημένων αμάχων ποικίλουν. Κάποιοι ιστορικοί κάνουν λόγο για 10.000 με 15.000, αλλά πιο πιστή είναι μάλλον η μαρτυρία του Κολοκοτρώνη, καθώς κατά τη δική του αντίληψη κανείς αλλοεθνής (πέραν των Αλβανών) δεν βγήκε ζωντανός από την πόλη.
Άλλωστε, η εκδοχή ότι ο Γέρος δεν έκανε τίποτε για να σταματήσει την αιματοχυσία Μουσουλμάνων και Εβραίων από τον ελληνικό όχλο, διότι πίστευε πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια» - που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την Πελοπόννησο – είναι πια η επικρατέστερη. Από την άνοιξη του ‘21 ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων Ελλήνων είχαν αρχίσει κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων, οι οποίες συνεχίστηκαν μετά την άλωση της Τρίπολης.
Ξένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η ανηλεής σφαγή του Σεπτεμβρίου του ‘21 αποφασίστηκε (και δεν προέκυψε τυχαία) στο πλαίσιο της πρόθεσης για εθνοκάθαρση. Ο Τζορτζ Φίνλεϊ αναφέρει ότι η εξόντωση των Μουσουλμάνων στις αστικές περιοχές ήταν το αποτέλεσμα προμελετημένου σχεδίου και προήλθε από τις συστάσεις ανθρώπων των γραμμάτων, παρά από τα εκδικητικά συναισθήματα του λαού. Ο Ουίλιαμ Στ. Κλαιρ, αναφερόμενος και στα αντίστοιχα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης με θύτες του Τούρκους, έγραψε πως «η φρικαλεότητα απαντάτο με φρικαλεότητα» και χρησιμοποίησε τη φράση «όργιο γενοκτονίας», λέγοντας ότι στην Πελοπόννησο σταμάτησε μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν…».
Εκείνος που προσπάθησε ανεπιτυχώς να σταματήσει τη θηριωδία στην Τρίπολη ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, που επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με πλήρη τάξη. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο, ενώ το γεγονός αποτέλεσε ένα ακόμα επεισόδιο στην αντιπαράθεση του με τους προκρίτους.
Τα όσα ακολούθησαν τη μεγαλύτερη στρατιωτική νίκη των επαναστατημένων Ελλήνων έλαβαν μεγάλη έκταση διεθνώς και αμαύρωσαν την αίγλη της. Οι τουρκόφιλοι και οι αντιπολιτευόμενοι στα φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης ανέφεραν επί χρόνια, σε άρθρα και σε διαλέξεις τους, ότι οι σφαγές εκείνες ήταν απόδειξη πως οι Έλληνες είχαν αποβάλει τα χαρακτηριστικά της φυλής που έδωσε στην ανθρωπότητα τα έξοχα διδάγματα ευγένειας και ανθρωπισμού και είχαν μετατραπεί σε έναν λαό θηριώδη και ημιάγριο, ξένο προς κάθε ανθρώπινο αίσθημα και ανάξιο ελευθερίας.
Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς είναι συνυφασμένη με μια σελίδα δόξας για την ελληνική Ιστορία και στην Τρίπολη γιορτάζεται με πάσα επισημότητα κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά τις 23 Σεπτεμβρίου.
Η πραγματική διάσταση της ημέρας είναι διαφορετική. Και ανταποκρίνεται στο «αξίωμα» ότι δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει διαπράξει εθνικιστικά εγκλήματα. Που να μην έχει στα θεμέλια της εθνικής βιτρίνας της πτώματα αθώων. Φυσικά όλοι μιλούν για τα εγκλήματα των άλλων. Για τα δικά τους επιλέγουν τη βολική σιωπή.
Διαπραγματεύσεις λίγο πριν την άλωση
Αναφερθήκαμε επίσης στο προηγούμενο σημείωμα, στις επαφές που είχαν οι μέσα και οι έξω κανονίζοντας διάφορες υποθέσεις μεταξύ τους οι οποίες αφορούσαν «λαδώματα» για ευνοϊκές μεταχειρίσεις μερίδας πολιορκούμενων.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η αντιπροσωπεία των Αλβανών με επικεφαλής τον Ελμάζ Βεγή που συναντήθηκε με τον Κολοκοτρώνη στις 18 Σεπτεμβρίου και συμφώνησαν να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν ένοπλοι προς την Ήπειρο, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην πολεμήσουν πάλι εναντίον των Ελλήνων.
Ο Κολοκοτρώνης αποδέχθηκε το αίτημα, λαμβάνοντας υπόψιν του και την έκκληση των Σουλιωτών να αφήσει τους Αλβανούς να φύγουν από την πόλη.
Η έφοδος του Δούνια ανατρέπει τη συμφωνία
Η συμφωνία του Κολοκοτρώνη με τους Αλβανούς συνάντησε τη διαφωνία του Αναγνωσταρά, ο οποίος ξεκίνησε συζήτηση με τον Γέρο του Μωριά πριν την υπογραφή του εγγράφου συμφωνίας.
Κι ενώ οι δύο οπλαρχηγοί συζητούσαν, την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1821 συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός.
Ένας απλός στρατιώτης, ο Μανόλης Δούνιας από τον Πραστό της Κυνουρίας, έπεισε ένα γνωστό του Τούρκο που βρισκόταν σε προμαχώνα του τείχους κοντά στην πύλη του Ναυπλίου, πως θα τον προστατεύσει μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, ανέβηκε στα τείχη με δύο συντρόφους του και τον εξουδετέρωσε πριν προλάβει να αντιδράσει.
Ακολούθησε έφοδος άλλης ομάδας, καταλήφθηκε μέρος των τειχών και οι Έλληνες μπήκαν πλέον σαν θύελλα μέσα στην πόλη.
Μαζί με τους επιτιθέμενους μπήκε και ο επίσκοπος Βρεσθένης, ο οποίος κατά τον Φιλήμονα ύψωσε την ελληνική σημαία στο μέγαρο του Μουσταφάμπεη.
Μέσα στη γενική σύγχυση, οι Αλβανοί που δεν είχαν φύγει ακόμα, κινδύνευαν να σκοτωθούν.
Με προσωπική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη και με τη συνοδεία-ομηρία Ελλήνων υπό τον Πλαπούτα όμως, έφυγαν προς τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα και στη συνέχεια την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο. Η αποχώρηση αυτή συντέλεσε στη γρήγορη εξουδετέρωση των πολιορκημένων.
Η μεγάλη σφαγή των αμάχων
Η πόλη λοιπόν βρέθηκε στα χέρια των Ελλήνων επαναστατών, οι οποίοι επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του οθωμανικού και εβραϊκού πληθυσμού.
Κανένα έλεος δεν επέδειξαν οι Έλληνες, αφού έσφαζαν κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου.
Πολλοί κατακτημένοι πρόσφεραν χρήματα και πολύτιμα είδη προκειμένου να γλιτώσουν το θάνατο και οι θύτες τους αφού τα έπαιρναν, στο τέλος τους δολοφονούσαν.
Είναι από τις περιπτώσεις όπου η ιστορία καταγράφει κάθε είδους ωμότητα όπως βασανισμούς, βιασμούς, εκπαραθυρώσεις, λιώσιμο κεφαλιών μικρών παιδιών, πυρπολήσεις.1
Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 2.000 Εβραίοι και 30.000 Τούρκοι.2
Πρέπει να σημειώσουμε πως οι αριθμοί των θυμάτων διαφέρουν όταν σε αυτούς αναφέρονται διάφοροι ιστορικοί ή ερευνητές. Και πρέπει να σημειωθεί πως οι αριθμοί που δίνονται είναι μικρότεροι.
Μαρτυρίες για τις σφαγές
Οι σφαγές γίνονταν ακατάπαυστα επί τρεις μέρες. Υπάρχουν πολλές αναφορές για το μέγεθος της σφαγής από αυτόπτες μάρτυρες και πρωταγωνιστές, οι οποίοι δεν επιχείρησαν να κρύψουν τα εγκλήματα που έγιναν.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του επικεφαλής Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Στα Απομνημονεύματά του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνεια:
«Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη… Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες… Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα… Όταν εμβήκα εις την Τριπολιτσά με έδειξαν εις το παζάρι τον πλάτανο οπού εκρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί». Και εδιέταξα και τον έκοψαν· επαρηγορήθηκα και διά τον σκοτωμόν των Τούρκων».3
Μόνο και μόνο αυτή η αναφορά από τον Κολοκοτρώνη είναι αρκετή για να κατανοήσουμε τι έγινε.
Ο Ιωάννης Φιλήμωνας γράφει: «Γυναίκες…νεανίδες…βρέφη…νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές, και οιονεί διεμαρτύροντο κατά της διαιρούσης την ανθρωπότητα πολιτικής τυραννίας και θρησκευτικής ετεροδοξίας. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων».4
Και ο Τρικούπης είναι αρκετά διαφωτιστικός: «Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν… η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων……εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι…όλοι κατεστράφησαν»5.
Ο Φωτάκος γράφει: «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νου μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των διά να σκοτώνουν Τούρκους…»
«Προς τον Γενναίον στρατηγόν Δ. Πλαπούταν
Άμα λάβεις την παρούσα μου διατάττεσαι να παραλάβης τους υπό την οδηγίαν σου στρατιώτας και να περάσεις εις την Καρύταιναν να σταθής στα μέρη Βαλτεσινίκου ή Αγριδοκάρνεσα ή όπου καλλίτερον συμφέρει δια να παρατηρήτε τα κινήματα των εχθρών οίτινες ως πληροφορούμεθα έχουν σκοπόν από Τριπολιτζάν να μεταβούν εις Πάτρας, και να διατάξης του Λιοδιορίσιους στρατιώτας να έλθουν όσο τάχιστα, όπου και η Γενναιότης σας· διατάττω ομοίως και τον υιόν μου Γενναίον να έλθη και εκείνος με τους Βουνήσιους, Καμπίσιους και πέρα Μερίσιους να ενωθήτε, ώστε αν τωόντι δοκιμάσουν οι εχθροί να διαβούν εκείθεν, συνενοούμενος μετά του στρατηγού Βασίλη Πετιμεζά όστις ευρίσκεται εις Λυκούριαν ή Παγκράτι, να τους κτυπήσετε· ηξεύρετε εκ πείρας, ότι όταν δεν εκστρατεύση ο Ιμπραΐμης αυτοπροσώπως, πάντοτε νικούνται οι εχθροί, διά τούτο προθυμήθητε να βαλθή με όλην τη δυνατήν ταχύτηταν εις τέλεσιν η διαταγή μου αύτη, δια να μην περάσουν ανεπηρέαστοι οι εχθροί. Προπάντων δε θέλετε λάβει μέτρα να διορίσετε τας αναγκαίας περί την Τριπολιτζάν φυλακάς δια να μην κινηθούν οι εχθροί κατά την Καρύταινα.
Την 11 Ιουνίου 1827 Βόχα. Ο Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου Θ. Κολοκοτρώνης».
Αλλά και ο φιλέλληνας περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δεν διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Ο Διονύσιος Κόκκινος σημειώνει ότι μετά από τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους. (…) Πολύ σύντομα τα έκθετα πτώματα των 32.000 σφαγμένων μαζί με τα ξεθαμμένα κουφάρια προκάλεσαν θανατηφόρα επιδημία που απλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο».
Προσπάθεια συγκάλυψης και απόκρυψης του εγκλήματος
Ενώ υπάρχουν αυτές οι καταγραφές (υπάρχουν κι άλλες που δεν αναφέραμε), έγινε από τη μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί η σφαγή κι από την άλλη να συγκαλυφθεί και να αποκρυβεί από το ιστορικό αφήγημα.
Όπως σημειώνει ο Θανάσης Τριαρίδης8 στην ιστοσελίδα του, «Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν εξ αρχής αδιαμφισβήτητο γεγονός (για να το αρνηθεί κάποιος θα έπρεπε να βγάλει τρελούς όλους τους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, μαζί του και τον Τερτσέτη): μοιραία ολάκερη η επίσημη ‘‘ελληνική ιστοριογραφία’’ (δηλαδή, η ‘‘ελληνική’’ εκδοχή της αλήθειας) επιχείρησε να βρει ηθική υπόσταση στη σφαγή(!) αποδίδοντάς την στη ‘‘δίκαιη αγανάκτηση των Ελλήνων για τα 400 χρόνια της σκλαβιάς’’…»
Και συνεχίζει ο Τριαρίδης: «Φυσικά όλα αυτά είναι χονδροειδέστατα ψέματα τα οποία (κι αυτό είναι το χειρότερο) πέρασαν στο θυμικό της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός ολόκληρου λαού, στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία, στην καθημερινή ρητορική μας. Ένα από τα χαρακτηριστικά του εθνοφασισμού είναι η λατρεία του απόλυτου παραλόγου: όλοι ξέρουμε πως η σφαγή των 32.000 αμάχων Τούρκων και Εβραίων έγινε με συνειδητή απόφαση του Κολοκοτρώνη –πολλοί φιλέλληνες (ενδεικτικά αναφέρω τον Σάμουελ Χάου) πιστοποιούν αυτό που οι ελληνικές ιστορίες συνήθως αποκρύπτουν: την υφαρπαγή και το διαγούμισμα των περιουσιών των Τούρκων από μέρους όλων των Ελλήνων αρχηγών: του Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη, του Γιατράκου ή ακόμη και της Μπουμπουλίνας (η οποία, κατά μία εκδοχή μπήκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη για να μαζέψει τα κοσμήματα από τις πλούσιες Τουρκάλες τάζοντάς τους απατηλές υποσχέσεις σωτηρίας). Ωστόσο, η υφαρπαγή και το διαγούμισμα των τουρκικών περιουσιών ήταν εφικτά (πιθανώς και αποδοτικότερα) και χωρίς τη σφαγή των 32.000 –έτσι το ερώτημα τού γιατί αποφασίστηκε μια σφαγή (η οποία μάλιστα κινδύνευε να αμαυρώσει οριστικά την εικόνα των Ελλήνων στο εξωτερικό) παραμένει ανοιχτό».
Η παιδεία που θέλει ο αρχιεπίσκοπος και κάποιοι πατριδοκάπηλοι μόνο ιστορία δεν είναι. Διότι ιστορία με απόκρυψη γεγονότων δεν είναι ιστορία, είναι μυθοπλασία και απάτη!
Η Γ' Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης ονομάζεται Εθνοσυνέλευση με μέρος από τους πληρεξούσιους της Ελλάδας, η οποία έγινε από τις 18 Ιανουαρίου 1827 μέχρι τις 17 Μαρτίου 1827 στην Ερμιόνη Αργολίδας. Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ως πληρεξούσιος στην τελευταία, τη ΙΖ' Συνεδρίαση της 17 Μαρτίου 1827.
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:
"O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου."
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.
Ο Αγνώστους πόλεμος
Η Αντιβασιλεία αποτελείτο από τρεις Βαυαρούς αξιωματούχους, τους Άρμανσπεργκ, Μάουρερ και Χάιντεκ. Πρώτο τους μέλημα ήταν η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, επιχειρώντας να μεταφυτεύσουν στην Ελλάδα το νομικό σύστημα της χώρας τους. Η προσπάθεια της Αντιβασιλείας να εγκαθιδρύσει ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος θα την έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους Μανιάτες, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να εγκαταλείψουν την αυτονομία και τα προνόμιά τους. Θεωρούσαν αδιανόητο να στερηθούν από τους Βαυαρούς αυτά που δεν είχε καταφέρει να τους στερήσει ο σουλτάνος. Στα μάτια τους η Αντιβασιλεία φάνταζε πολύ πιο αδύναμη από τους Οθωμανούς κατακτητές.
Οι Βαυαροί ήρθαν για πρώτη φορά σε προστριβή με την Μάνη όταν αποφάσισαν να αφοπλίσουν τους πύργους της. Τα κτήρια αυτά αποτελούσαν οχυρωμένες κατοικίες, εξοπλισμένες με κανόνια μικρού διαμετρήματος και άλλα πυροβόλα όπλα, που παρείχαν προστασία από τις επιθέσεις αντίπαλων οικογενειών και τοπικών εχθρών. Το 1834 στην Μάνη υπήρχαν περίπου 800 τέτοιοι πύργοι. Η Αντιβασιλεία γνώριζε ότι ο αφοπλισμός τους θα ήταν μια επικίνδυνη υπόθεση, η οποία μπορούσε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Την δύσκολη αυτή αποστολή ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο λοχαγός Μαξιμίλιαν Φέντερ. Τον Φεβρουάριο του 1834, ο Βαυαρός αξιωματικός έφθασε στην Μάνη, συνοδευόμενος από πολλούς στρατιώτες και εφοδιασμένος με μεγάλα χρηματικά ποσά. Το σχέδιό του απλό. Όπου δεν μπορούσε να πετύχει τον σκοπό του με απειλές, θα χρησιμοποιούσε την εξαγορά.
Αρχικά φάνηκε ότι ο Φέντερ αποκτούσε τον έλεγχο της κατάστασης. Μερικοί Μανιάτες, έχοντας λάβει προηγουμένως την σχετική αποζημίωση, δέχτηκαν να αφοπλίσουν τους πύργους τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως κρατικά κτήρια. Παράλληλα, αρκετοί κάτοικοι της Αρεόπολης και του Γύθειου έδωσαν στον Φέντερ την υπόσχεση ότι θα υπάκουαν στις εντολές της Αντιβασιλείας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά όμως συνέθεταν μια εντελώς απατηλή εικόνα. Ο Φέντερ περπατούσε επάνω σε λεπτό πάγο, ο οποίος χρειαζόταν μόνο μια μικρή ρωγμή για να διαλυθεί σε κομμάτια. Η ρωγμή αυτή δεν άργησε να γίνει. Ήταν η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Στον ξεσηκωμό των Μανιατών πρωτοστάτησε ο Μεσσήνιος οπλαρχηγός Μητροπέτροβας, γνωστός οπαδός και φίλος του Κολοκοτρώνη, γεγονός που καταδεικνύει κάποια σχέση ανάμεσα στην εξέγερση και την δίκη του Γέρου του Μοριά. Οι ταραχές ξεκίνησαν την Τρίτη του Πάσχα, 24 Απριλίου 1834, όταν στην πλατεία της Αρεόπολης συγκεντρώθηκαν 200 περίπου ένοπλοι απαιτώντας να σταματήσει ο αφοπλισμός των πύργων. Σύντομα οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Μάνη, με την συμμετοχή τόσο του ανδρικού όσο και του γυναίκειου πληθυσμού.
Τον Μάιο του 1834, δύο λόχοι Βαυαρών στρατιωτών εστάλησαν στην Μάνη για να καταστείλουν την εξέγερση. Οι κάτοικοι της επαναστατημένης περιοχής υποκρίθηκαν ότι συμμορφώνονταν και υποδέχθηκαν φιλικά τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι Βαυαροί, ήσυχοι ότι έλεγχαν την κατάσταση, στρατοπέδευσαν στην Αρεόπολη. Την επόμενη μέρα όμως δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 400 ένοπλους Μανιάτες, οι οποίοι αιχμαλώτισαν τους άνδρες και των δύο λόχων. Εντούτοις, πολύ σύντομα, απελευθερώθηκαν όλοι οι Βαυαροί, εκτός από 36 στρατιώτες. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν αρνηθεί πεισματικά να παραδοθούν όταν περικυκλώθηκαν στην Αρεόπολη. Έτσι, ενώ οι σύντροφοί τους έφυγαν κακήν κακώς από την Μάνη, οι 36 Βαυαροί παρέμειναν κρατούμενοι κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Από αυτούς, οι 13 πέθαναν στην αιχμαλωσία από την κακομεταχείριση, ενώ οι υπόλοιποι απελευθερώθηκαν αρκετά αργότερα.
Ύστερα από το φιάσκο της Αρεόπολης, η Αντιβασιλεία συνειδητοποίησε την σοβαρότητα της κατάστασης και τον Ιούνιο του 1834 έστειλε στην Μάνη τέσσερα τάγματα Βαυαρών. Οι κυβερνητικές δυνάμεις αρχικά δεν συνάντησαν ουσιώδη αντίσταση και προέλασαν μέχρι τα στενά του Πασσαβά. Εκεί όμως γνώρισαν την πανωλεθρία, όταν δέχθηκαν την μαζική επίθεση των Μανιατών. Οι στρατιώτες της Αντιβασιλείας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ταπεινωμένοι την Λακωνία, με βαριές απώλειες. Οι Μανιάτες συνέλαβαν πολλούς Βαυαρούς αιχμαλώτους και τους χρησιμοποίησαν ως υπηρέτες για διάφορες βαριές χειρωνακτικές εργασίες και αγγαρείες. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν και λύτρα από την κυβέρνηση προκειμένου να απελευθερώσουν τους στρατιώτες που κρατούσαν δέσμιους.
Η Αντιβασιλεία αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα, κλιμακώνοντας ακόμα περισσότερο την σύγκρουση. Στα τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, 2.500 Βαυαροί στρατιώτες, μία ίλη ιππικού της χωροφυλακής, δύο ορεινές πυροβολαρχίες και ένας μικρός αριθμός ελληνικών μονάδων πεζικού εισέβαλαν στην Μάνη. Εκεί ενισχύθηκαν από 500 ένοπλους ντόπιους, οι οποίοι προσχώρησαν στο στράτευμα της Αντιβασιλείας. Την εντυπωσιακή αυτή δύναμη διοικούσε ο Βαυαρός στρατηγός Κρίστιαν Σμαλτς. Ο πρώτος του στόχος ήταν το οχυρό Πετροβούνι, κοντά στα στενά του Πασσαβά. Η επιχείρηση όμως κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Η επίθεση του Σμαλτς αποκρούστηκε και οι άνδρες του τελικά υποχώρησαν, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Στην συνέχεια της εκστρατείας ο Σμαλτς ηττήθηκε επανειλημμένα από τους Μανιάτες, πληρώνοντας ακριβά την ελλιπή γνώση του εδάφους στο οποίο είχε κληθεί να επιχειρήσει. Η καταστολή της εξέγερσης φάνταζε πλέον αδύνατη.
Με τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις να βρίσκονται σε τέλμα, η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Μανιάτες. Οι ισχυρές οικογένειες των Τζανετάκηδων και των Μαυρομιχάληδων χρησιμοποίησαν το κύρος τους για να διευκολύνουν τις συνομιλίες ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους επαναστατημένους συντοπίτες τους. Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν επεισοδιακές και διεκόπησαν αρκετές φορές από νέες εξεγέρσεις ορισμένων μανιάτικων οικογενειών. Τα πνεύματα ηρέμησαν τελικά και οι συνομιλίες συνεχίστηκαν ομαλά με την αποστολή ενισχύσεων για τα κυβερνητικά στρατεύματα του Σμαλτς. Η κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι θα σεβόταν την Ορθοδοξία και την αυτονομία των Μανιατών, οι οποίοι θα στρατεύονταν σε δικές τους μονάδες, διοικούμενες από τους αρχηγούς των σημαντικότερων οικογενειών. Πενιχρό αντιστάθμισμα όλων αυτών ήταν ο μερικός αφοπλισμός ορισμένων πύργων.
Η εξέγερση των Μανιατών αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για το κύρος της Αντιβασιλείας. Ο μύθος του αήττητου των βαυαρικών στρατευμάτων, ο οποίος ίσχυε μέχρι τότε, είχε καταρριφθεί οριστικά. Παράλληλα κατέστη σαφές ότι η εξέγερση αποτελούσε έναν αποτελεσματικό τρόπο διεκδίκησης παραχωρήσεων από την κυβέρνηση. Δόθηκε έτσι ένα παράδειγμα που θα ακολουθούσαν κι άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα τις σχετικά συχνές τοπικές επαναστάσεις κατά την βασιλεία του Όθωνα.
Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.
Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μοριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.
Πρόσληψη και αποτίμηση
Η κοινή αποδοχή που είχε αποκτήσει ο Κολοκοτρώνης χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης και κυρίως με τη νίκη του επί του Δράμαλη το 1822, εφθάρη τα επόμενα χρόνια με την εμπλοκή του στις εμφύλιες συγκρούσεις και την ανάδειξή του στα κατοπινά χρόνια ως ηγετικής μορφής μίας από τις αντιπαρατιθέμενες μερίδες στην Ελλάδα, έως ότου η αμνήστευσή του από τον Όθωνα και η ένταξή του στο βασιλικό περιβάλλον σήμαναν την καταπράυνση των χρόνιων αυτών αντιπαλοτήτων.
Στον κύκλο του Κολοκοτρώνη βρίσκονταν αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Φωτάκος κ.ά, αποκαλούμενοι υποτιμητικά «Κολοκοτρωνιστές» από τους επικριτές του, που συνέγραψαν την ιστορία της επανάστασης αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος, ωστόσο, βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων των προκρίτων που ασχολήθηκαν με την καταγραφή των επαναστατικών γεγονότων. Ήδη στα μέσα του 19ου με τη συμβολή κυρίως του Τερτσέτη και άλλων, που διέσωσαν ανέκδοτα περιστατικά του βίου του, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα για τον Κολοκοτρώνη με βασικά χαρακτηριστικά τη λαϊκή σοφία και πονηριά, που εμπεδώθηκε το υπόλοιπο του αιώνα σε πλήθος εκθειαστικών βιογραφιών και άλλων αφηγήσεων για την Επανάσταση. Παράλληλα, η μορφή του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε να θεωρείται προσωποποίηση του ελληνικού έθνους, με βάση τη μυθική εικόνα που ο ίδιος είχε παρουσιάσει στη Διήγησή του ως ακατάπαυστα αντιστεκόμενου στην οθωμανική εξουσία, που υιοθετούσε μια ηρωική αντίληψη της κλέφτικης δράσης και των κινήτρων του, εξέλιξη που αντικατοπτρίστηκε στον εξωραϊσμό των διαδεδομένων απεικονίσεών του.
Η κοινή αυτή αποδοχή του Κολοκοτρώνη διαταράχθηκε το Μεσοπόλεμο, όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης επαναδιατύπωσε τις κατηγορίες των Ρουμελιωτών κατά των Μοραϊτών κλεφτών, αλλά μόνο πρόσκαιρα, χάρη στην αφηρωιστική απολογητική υπέρ του Κολοκοτρώνη από Πελοποννήσιους λογίους και στην ευρεία διάδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, του 1931.
Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων από τον Κολοκοτρώνη σε διάφορες στιγμές της ζωής του απέναντι στη βασιλεία, τους ξένους και τους κοτζαμπάσηδες επέτρεψε την κατά περίπτωση ιδεολογική επίκλησή του. Η στρατευμένη, μη ακαδημαϊκή αριστερή ιστοριογραφία υιοθέτησε το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη που είχε φιλοτεχνηθεί από την παραδοσιακή ιστοριογραφία τροποποιώντας το σε εκείνο του ανυπότακτου λαϊκού αγωνιστή, ιδίως τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο της δίωξης των κομμουνιστών του διωκόμενου για τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Η μορφή του Κολοκοτρώνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Ελλάδα σε νομίσματα, στην εκπαίδευση και στο χώρο της τέχνης, αλλά και για την ονοματοδοσία διαφόρων τοποσήμων και έχει αποτυπωθεί σε πολλές ελληνικές πόλεις σε προτομές και ανδριάντες, οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι οι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του, που φιλοτεχνήθηκαν από το Λάζαρο Σώχο και ανεγέρθηκαν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο το 1901 και το 1904 αντίστοιχα.
Σε ψηφοφορία που οργάνωσε γνωστός ελληνικής εμβέλειας ο τηλεοπτικός σταθμός για την ανάδειξη του «μεγαλύτερου Έλληνα» το 2008, ο Κολοκοτρώνης ήρθε τρίτος σε ψήφους, επιβεβαιώνοντας την εθνική απήχηση της προσωπικότητάς του.
όμως η Πανελλαδική Κατακραυγή και ο εξευτελισμός και αιχμαλωσία των βαβαρων (Γερμανων) στρατιωτών του Οθωνα στη Μάνη , οδήγησε τον Οθωνα στην απόφαση να μετατρέψει την θανατική ποινή του σε 20 ετή κάθελεξη , τελικά ο Κολοκοτρώνης έμεινα στη φυλακή 6 μήνες και μετά όχι μόνο του δόθηκε χάρη , αλλά έγινε και σύμβουλος του βασιλέα (υπασπιστής του Όθωνα.) για να τον προστατεύει από τις γκάφες που έκανε και για την ανάκτηση του χαμένου κύρους του.
1 Θανάσης Τριαρίδης, «Η “Ελευθερία” που σφάζει αμάχους», http://www.triaridis.gr/keimena/keimD035.htm
2 Κωστής Παπαγιώργης, «Κανέλλος Δεληγιάννης», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 124.
Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1997, Τόμος Α’, 104.
Hercules Millas, «History Textbooks in Greece and Turkey», History Workshop, n°31, 1991.
3 βλ. «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων», Εκδόσεις Νάστου, τόμος 1, σελ. 112.
4 Ιωάννης Φιλήμων, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1859-1861», τ. Δ’ σελ. 224.
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο, 1857, Β’ 92.
6 Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», (Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977).
7 Διονυσίου Κόκκινου, «Η Ελληνική Επανάστασις», Μέλισσα 1957, τόμος Γ’, σελ. 318, 334.
8 Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι συγγραφέας, δικηγόρος, σεναριογράφος ντοκιμαντέρ.